*Θεόδωρος Παντούλας
Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο Μακρυγιάννης, από τον καιρό της αργοπορημένης ανακάλυψής του και δώθε, τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο νεοελληνικό πάνθεον. Οι γραμματικοί ανακάλυψαν έναν προικισμένο… πεζογράφο και οι γραμματιζούμενοι (ξέρετε, αυτοί οι πάντοτε ευκολόπιστοι) τον ανέγνωσαν μετά μανίας, τον γύρεψαν στους αστικούς μπαξέδες (Ελευθερίου – Ανδριόπουλος) και αιτήθηκαν την επιστροφή του που το «στραβό» θα κάνει «ίσο» (Γκάτσος – Ξαρχάκος).
Μετά τον θρίαμβο του εγχώριου σοσιαλισμού (και τη δημοσίευση των Τετραδίων του) ήγγικεν όμως ο καιρός της απομάγευσης και της καταγγελίας του «μακρυγιαννισμού». Τέρμα η… λογοτεχνική κριτική. Εφεξής βορά του αδέκαστου επιστημονισμού, όχι τόσο τα γραφτά όσο ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, που στο πρόσωπό του αναγνωρίστηκε όχι η καταπόνηση από τις άπονες εξουσίες που τον σακάτεψαν –κυριολεκτικά– αλλά το πέρασμα του ρωμιού «από την αγροτική οικονομία σε μια μικροεμπορευματική – τοκογλυφική»! Επιπλέον, ο αγράμματος «πατριδοφύλακας» κατά τας γραφάς του συρμού και του διασυρμού, εκτός από ημίτρελος θεούσος, εντέλει ήταν ένας δευτεροκλασάτος καπετάνιος, ένας παραδόπιστος καιροσκόπος, ένας μεμψίμοιρος καταφερτζής που γέλασε λ.χ. τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο και το πανελλήνιο, αλλά οι «μισομαθείς και άθρησκοι» που τον περίλαβαν τον έκαναν τσακωτό –grand succès– στις επιστημονικές τους ξόβεργες! (Οι υπόλοιποι θηρευτές εισέτι αρκούμαστε στα στοιχειώδη της κυνηγεσίας: «με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους».)
Πέραν τούτων, ως Eλληνες και ως νεοελληνιστές, για πολλούς λόγους, θα χρωστάμε ες αεί χάριτες στον Γιάννη Βλαχογιάννη. Χάρη στους δικούς του κόπους μάθαμε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για τον Στρατηγό. Eκτοτε, τα «Απομνημονεύματά» του κυκλοφόρησαν σε διάφορες εκδόσεις με διάφορα προβλήματα. Το άλλο του εργόχειρο, η ημετέρα «φωτισμένη λογοκρισία» (Γ. Π. Σαββίδης) το πέρασε από τα σαράντα κύματα για να εκδοθεί με καθυστέρηση σαράντα ετών υπό τον διόλου ευφάνταστο τίτλο «Οράματα και θάματα», μόλις το 1983. Σήμερα έχουν περάσει περισσότερο από είκοσι χρόνια από την τελευταία του ανατύπωση κι ο εκδότης (ΜΙΕΤ), παρότι εξαντλημένο, δεν στέργει να το επανεκδώσει. Με άλλα λόγια, τα δύο αυτά βιβλία είναι δυσεύρετα ή και άβρετα στα βιβλιοπωλεία. Και αυτή η αδόκητος απουσία από τα ράφια (και τις κουβέντες μας) εκτιμώ πως είναι λαλέουσα. Πρωτίστως, μας λέει σταράτα ότι δεν υπάρχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και δεν υπάρχει αναγνωστικό ενδιαφέρον διότι, κυρίως μετά το «Οράματα και θάματα», με όλα αυτά τα θεοτικά, ο Μακρυγιάννης έπαψε να είναι συμβατός με τις επιστημονικοφανείς και ιδεοληπτικές μπαγαποντιές κι έγινε ξεκάθαρα οχληρός γιατί μας θύμιζε ότι η ρίζα μας δεν κρατάει από τον τοκογλύφο του Διαφωτισμού (Βολταίρος), αλλά «απ’ το δέντρο του Θεού» (Γκάτσος).










