Στην παράδοσή μας συνηθίσαμε να αντιπαραθέτουμε την αριστοτελική στην πλατωνική αντίληψη της διαλεκτικής: ενώ ο Πλάτων παρουσιάζει την διαλεκτική στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας ως την «κορωνίδα των επιστημών», ὥσπερ θριγκός τοῖς μαθήμασιν, στον Αριστοτέλη περιορίζεται στο επίπεδο της λογικής τού αληθοφανούς, ως η φτωχή συγγενής της αναλυτικής, η ως λογική του αναγκαίου. Ο Hamelin φτάνει στο σημείο να γράψει ότι για τον Αριστοτέλη «δεν υπάρχει τίποτε κοινό ανάμεσα στην αναζήτηση της αλήθειας και την διαλεκτική». Αυτή ακριβώς την ερμηνεία θα θέλαμε εδώ να αμφισβητήσουμε.
Είναι γεγονός ότι η πλατωνική και η αριστοτελική διαλεκτική έχουν μια κοινή προέλευση που είναι η σοφιστική πρακτική του διαλόγου. Αλλά η αναγωγή αυτής της πρακτικής σε θεωρία εμπεριέχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εμφανίζονται, με τις ακόλουθες ιδιαίτερες μορφές, σε όλη την μετέπειτα ιστορία της διαλεκτικής.
1) Η τεχνική του διαλόγου δεν μπορεί να εισέλθει στις λεπτομέρειες επιμέρους συζητήσεων. Μπορεί μόνο να επεξεργάζεται τόπους, δηλαδή γενικές κατηγορίες επιχειρημάτων που διατρέχουν όλη την συζήτηση, και των οποίων η γνώση θα επιτρέψει, είτε την εξάντληση όλων των πιθανών απόψεων πάνω σε ένα θέμα, καθιστώντας τον ίδιο το λόγο πειστικότερο, είτε την αντίσταση στην επιχειρηματολογία του αντιπάλου διά της φανέρωσης των ελλείψεών του. Στην περίπτωση αυτή η διαλεκτική αποκτά ένα χαρακτήρα «τοπικό», δηλαδή δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία γνώσης, αλλά την οριοθέτηση ενός γενικού χώρου επιχειρηματολογίας. Ρήτορες όπως ο Γοργίας επεξέτειναν αυτό το χαρακτηριστικό έως τον παραλογισμό, υποστηρίζοντας ότι η άγνοια είναι η καλύτερη εγγύηση τής καθολικής διαθεσιμότητας του σοφιστή απέναντι σε κάθε είδους επιχειρήματα.
2) Η καθολικότητα της διαλεκτικής μεθόδου έχει ως αντιστάθμισμα τον απλά και μόνο αληθοφανή χαρακτήρα των ισχυρισμών που επιχειρεί να επιβεβαιώσει. Στερούμενη οποιασδήποτε ιδιαίτερης γνώσης, δεν είναι σε θέση να αναιρέσει άμεσα τους ισχυρισμούς του αντιπάλου, αλλά μόνο να εντοπίσει αντιφάσεις στην ομιλία του, αντιφάσεις οι οποίες καταδεικνύουν το αβάσιμο, αλλά στο βαθμό που ακόμα και αληθινές προτάσεις μπορούν να προέλθουν από ελλειμματική επιχειρηματολογία, δεν αποτελούν και απόδειξη. Αντιστοίχως, η διαλεκτική αδυνατεί από μόνη της να βεβαιώσει την αλήθεια μιας προτάσεως· στην καλύτερη περίπτωση μπορεί – και αυτό από τη σκοπιά της είναι αρκετό – να την εμφανίσει ως αληθή, μέσα από την ακρίβεια της αλληλουχίας των συλλογισμών που καταλήγουν σ’ αυτήν (παρότι και αυτό επίσης δεν αποτελεί απόδειξη, δεδομένου ότι η διαλεκτική, ελλείψει αντικειμενικής γνώσης, δεν μπορεί να κρίνει την αλήθεια ή το ψεύδος των προϋποθέσεων της επιχειρηματολογίας). Και πάλι εδώ, ρήτορες και σοφιστές προσέδωσαν μια μορφή ανηθικότητας σε αυτή την αμφιλεγόμενη δυνατότητα τής διαλεκτικής: στις σχολές τής ρητορικής εξασκούντο στην δυνατότητα στοιχειοθέτησης τόσο των απόψεων υπέρ όσο και κατά, ενός και του αυτού ζητήματος· ασκούντο μάλιστα στην ανάδειξη ως αληθούς αυτού που ήταν αποδεδειγμένα ψευδές, εξυψώνοντας έτσι την δύναμη του λόγου, που επιτρέπει «στα μεγάλα πράγματα να φαίνονται μικρά και στα μικρά μεγάλα».