ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙτεύχος 2351
Μέρος Τρίτο: Η γλώσσα ως τεκμήριο εθνικής ταυτότητας
Στη διάρκεια του ελληνικού Διαφωτισμού, η ιδέα της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτύχθηκε έχοντας ως βασικό πυρήνα προβληματισμού τα κριτήρια που συγκροτούν την ελληνικότητα και οριοθετούν την Ελλάδα ως χώρο. Το κριτήριο της γλώσσας θεωρήθηκε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής. Η διαφοροποίηση των εθνοτήτων στον χώρο της Βαλκανικής, κυρίως στο γλωσσικό, προκύπτει αβίαστα. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες περιοχές, το βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η πολυγλωσσία. Αλλά και πάλι, οι γλώσσες διαχωρίζονται σε διαλέκτους καθώς και σε τοπικά ιδιώματα, έτσι που κάθε γλώσσα διέθετε δικούς της συμπαγείς γεωγραφικούς πυρήνες. Αυτό, ωστόσο, ήταν ευδιάκριτο για τις άλλες γλώσσες της Βαλκανικής, όπου γλώσσα και λαός είχαν το ίδιο όνομα. Με την ελληνική γλώσσα τα πράγματα δυσκόλευαν λόγω του ότι η εξάπλωσή της υπερέβαινε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία γινόταν ευρεία και αποκλειστική χρήση της. Σε αυτό συνέτειναν αρκετοί λόγοι, κυρίως κοινωνικοί, θρησκευτικοί και οικονομικοί. Όπου προέκυπταν γλωσσικές διαφορές, αυτές μετατρέπονταν σε εθνικές.Το κριτήριο της γλώσσας υπήρξε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής, όπως και με τους εθνικούς αγώνες.
Στη Βαλκανική, ο προβληματισμός για την καταγωγή των εθνών αποτελούσε ένα ζήτημα που απασχολούσε ιδιαίτερα τους λαούς της, καθώς αυτό είναι ένα ιστορικό εργαλείο για τη χειραφέτησή τους.
Πράγμα που το βλέπουμε ήδη στο παρόν μας με το θέμα των Σκοπίων μετά την πρόσφατη Συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία μια βασική παράμετρος είναι η λεγόμενη μακεδονική γλώσσα, που κατά συνέπεια υποδηλώνει και μακεδονική εθνότητα.
Όπως είδαμε, η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για τη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας και τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα, ωστόσο, που τα Σκόπια βάφτισαν ως μακεδονική δεν διαθέτει προϊστορία, σε πλήρη και εκκωφαντική αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Δεν διαθέτει παρελθόν και πρόκειται για ένα προϊόν τεχνικής «επεξεργασίας» και όχι φυσικής εξέλιξης.
Η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, τόσο λεξιλογικά όσο γραμματικά και συντακτικά, είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με τη βουλγαρική. Στην ουσία, η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της Ψευδομακεδονίας. Τα μακεδονικά πρωτοεμφανίζονται ως «επίσημη» γλώσσα στις 2 Αυγούστου του 1944 από την τότε νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της «Μακεδονίας».