Από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο
του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού
Μετά τη δημιουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου) ο παλιός ελληνικός κόσμος δεν εξαφανίστηκε τόσο εύκολα: Μέχρι τους μεσοβυζαντινούς ή ακόμα και τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, μαρτυρείται η επιβίωση των αρχαίων παραδόσεων, ακόμα και της αρχαίας θρησκείας ή των υπολειμμάτων της, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την εμμονή των χριστιανικών πηγών και της κρατικής ιεραρχίας στην αποφυγή της προσωνυμίας «Έλλην»[1]. Ιδιαίτερα στην ελλαδική «επαρχία», την Αθήνα και την Πελοπόννησο –κατ’ εξοχήν στις πιο απομονωμένες περιοχές, όπως στην Αρκαδία και τη Μάνη– ο λαός διατηρούσε τις αρχαίες παραδόσεις, όπως καταδεικνύεται από πάμπολλα συγκλίνοντα και διασταυρούμενα στοιχεία.
Στην ίδια την Αθήνα, επίκεντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η σύγκρουση του παγανισμού με τον χριστιανισμό θα συνεχίζεται μέχρι τον 6ο αιώνα, όταν θα κλείσουν οριστικά οι σχολές φιλοσοφίας, στις οποίες είχαν ήδη θητεύσει ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κ.ά· ιδιαίτερα η νεοπλατωνική Ακαδημία γνώρισε μια νέα ύστατη άνθηση κατά τον 5ο αιώνα, κάτω από την ώθηση του Πρόκλου (430-482). Η επιλογή των καθηγητών ή των σχολαρχών των αθηναϊκών σχολών αποτελούσε ένα ζήτημα πανεθνικής σημασίας και εμβέλειας, όπως αναφέρει ο Ευνάπιος, τουλάχιστον στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα[2]. Οι σχολές έκλεισαν οριστικά κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, αφού πρώτα ο Ιουστινιανός αφαίρεσε τη δημόσια χρηματοδότηση, μισθοδοσία και περιουσία των σχολών και εν τέλει απαγόρευσε τη διδασκαλία σε «όσους συμμερίζονται τα ανόσια παραληρήματα των Ελλήνων»[3]. Μάλιστα, προς στιγμήν, σύμφωνα με τον ιστορικό Αγαθία, επτά από τους σημαντικότερους παγανιστές φιλοσόφους, όπως ο μαθητής του Πρόκλου, τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Ακαδημίας, Δαμάσκιος Δαμασκηνός (θανών το 535), και οι μαθητές του Σιμπλίκιος και Πρισκιανός, κατέφυγαν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, αλλά επέστρεψαν μετά από ένα χρόνο[4]. Όσο για την παγανιστική λατρεία, γνωρίζουμε από τον Ζώσιμο, τον παγανιστή ιστορικό που γράφει στις αρχές του 6ου αιώνα, πως, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα καθώς και κατά τον 5ο, συνεχίζονταν οι λατρευτικές πράξεις και οι θυσίες ζώων, και οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι έδειχναν μια σχετική ανοχή σε αυτές, παρά τις κρατικές απαγορεύσεις[5]. Ο δε μαθητής του Πρόκλου, Μαρίνος, κατά τον 5ο αιώνα, αναφέρει ακόμα και θυσίες ταύρων και αιγών[6], πάντα στην Αθήνα.
Παρ’ όλο που από τη βασιλεία του Ιουστινιανού επιτείνονται οι διώξεις κατά των εθνικών, καθώς –προπαντός– και κατά των πάσης φύσεως αιρέσεων[7], φαίνεται πως όχι μόνο συνέχισαν να επιβιώνουν θύλακες εθνικών, αλλά, κυρίως, πολλές από τις παραδόσεις και τις πρακτικές τους είτε συνεχίζονταν αυτούσιες, είτε είχαν διεισδύσει στην ίδια τη χριστιανική λαϊκή θρησκευτικότητα. Ορισμένοι απαγορευτικοί κανόνες της «Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου» του 691/692 μας προσφέρουν σοβαρές ενδείξεις: Με τον 51ο κανόνα απαγορεύονται οι «μίμοι. Τὰ τούτων θέατρα [ ] καὶ αἱ ἐπὶ σκηνῆς ὀρχήσεις». Ο κανόνας 57 ορίζει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται μέλι και γάλα κατά τη θεία Ευχαριστία («οὐ χρὴ ἐν τοῖς θυσιαστηρίοις μέλι καὶ γάλα προσφέρεσθαι»). Ο κανόνας 62 απαγορεύει τις εορτές προς τιμήν του Πανός, τα Βοτά (τη γιορτή του Διονύσου) και την επίκληση του ονόματός τους κατά τη διάρκεια του τρύγου και το πάτημα των σταφυλιών «ἐν τοῖς ληνοῖς», τη χρήση κωμικών προσωπείων και τις ανάλογες μουσικές. Ο 71ος κανόνας απαγορεύει στους σπουδαστές της νομικής να φορούν προχριστιανικά ενδύματα και να επιμένουν στα αρχαία ήθη («τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους μὴ δεῖν τοῖς ἑλληνικοῖς ἔθεσι κεχρῆσθαι [ ] ἢ παρὰ τὴν κοινὴν χρῆσιν στολὰς ἑαυτοῖς περιτιθέναι» κ.λπ.
Οι συνήθειες αυτές επιβίωναν για πολλούς αιώνες και, όπως παρατηρεί ο Δ. Κωνσταντέλος, στο «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Δασίου», που γράφτηκε κατά τον 11ο αιώνα, καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα και όλα όσα διαδραματίζονται κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Σύμφωνα με τον βιογράφο του οσίου Δασίου, διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτες οι γιορτές στις Καλένδες του Ιανουαρίου, όταν οι εορτάζοντες μεταμφιέζονται, συμμετέχουν σε ανόσιες πομπές και παίρνουν τη μορφή του διαβόλου, φορώντας δέρματα τράγων και απεμπολώντας έτσι τη χριστιανική τους ταυτότητα: