Ὁ π. Ἀνανίας, ἡ «ἀνεύρεσι τοῦ κάλλους» καί ὁ ἀνακτημένος χρόνος»
«Ἀγάπη = ἀνεύρεσι τοῦ κάλλους»*
(π. Ἀνανίας)
“Time present and time past
Are both perhaps in the time future
And time future contained in time past” **
(T.S. Eliot)
«Δέν βλέπετε ἐδῶ καθόλου τόν ἥλιο», τοῦ παρατήρησα λυπημένη ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό βλέποντάς τον νά στέκεται στό κατώφλι τοῦ μικροῦ του διαμερίσματος καί νά προσπαθεῖ νά ἀκολουθήσει μιά μικρή ἀντηλιά πού εἶχε εἰσχωρήσει στά δύο-τρία σκαλιά τοῦ ἀνήλιαγου ἰσογείου. «Ναί, κόρη μου», στρέφεται καί μοῦ λέει: «Δέν βλέπω καθόλου τόν ἥλιο…». Σωπαίνει γιά λίγο καί συμπληρώνει: «Ἔ, λέω, ὅταν πάω ἐπάνω, νά μπορῶ νά Τοῦ πῶ: «Βλέπεις, στερήθηκα τόν ἥλιο ἐκεῖ κάτω. Βάλε με, ἄν θέλεις, σέ κάποια γωνιά ἐδῶ πέρα…».
Ὁ πατήρ Ἀνανίας δέν ἔζησε μόνον ὡς ἀσκητής στίς χειρότερες συνθῆκες τῆς σύγχρονης Ἀθήνας, ἔζησε ὡς ἔγκλειστος! Ἀπό τό κελί του ─σύμφωνα καί μέ τήν μαρτυρία τοῦ πατρός Σιλουανοῦ ’Ιωάννου, πού τόν διακόνησε σχεδόν ἐπί τριάντα χρόνια─ ἔβγαινε μόνο γιά νά λειτουργήσει ἤ γιά νά μιλήσει ὅπου τόν εἶχαν καλέσει, ὑποβασταζόμενος τά τελευταῖα χρόνια. Ποτέ δέν πῆγε διακοπές ἤ κάπου νά «ξεσκάσει». Νά καθίσει κάπου ἔξω γιά καφέ ἤ φαγητό, ὅπως ὅλοι μας. Ἀντιθέτως ὁ ἴδιος προσέφερε φαγητό σέ ὅλους. Ὅποιος περνοῦσε ἀπό τό κελί του συνήθως ἔφευγε χορτάτος, κυριολεκτικά αὐτή τή φορά. Στίς μεγάλες ἑορτές ἐπισκεπτόταν σπίτια πενθούντων ἤ ἀσθενῶν καί καθόταν γιά λίγο μαζί τους στό τραπέζι. Ἐπίσης πήγαινε σέ κάποιες ἐκκλησιαστικές γιορτές, ὅπως αὐτές πού πραγματοποιοῦσε ὁ π. Πορφύριος Δελλῆς στήν ἐνορία του. «Τό μόνον τῆς ζωῆς του ταξίδιον», γιά νά θυμηθοῦμε τόν ἀγαπημένο του Βιζυηνό, ἦταν στούς Ἁγίους Τόπους τό 1987. Ἀλησμόνητο γιά ὅσους εὐτύχησαν νά συνταξιδέψουν μαζί του καί νά χαροῦν τήν μοναδική του ξενάγηση. Κατά τά ἄλλα δέν ἄλλαζε κἄν παραστάσεις, ἀφοῦ, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, δέν ὑπῆρξε ποτέ τηλεόραση στό κελί του. Ἡ ἐνδελεχής ἐνημέρωσή του ὀφείλετο ἀποκλειστικά στό ραδιόφωνο καί στίς ἐφημερίδες. Ὁ “ἐλεύθερος χρόνος” του, ὅταν δηλαδή δέν ἐξομολογοῦσε, ὁλημερίς κάποτε, ἦταν ἀφιερωμένος στήν «καλή πραμάτεια» πού εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἐπιλέξει καί τό ἐπαναλάμβανε συχνά μέ τά λόγια τοῦ Καζαντζάκη: «Καλή πραμάτεια ὁ Θεός καί τελειωμό δέν ἔχει!». Αὐτός ἦταν ἡ “διασκέδαση” του, τό μοναδικό του ἐντρύφημα καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του.
Ὁλόκληρος ἦταν δοσμένος στήν προσευχή καί στή θεία λατρεία. Κάθε φορά πού θά ρωτήσω κάποιον ἀπ’ ὅσους τόν ἔζησαν ὡς πνευματικό πατέρα, ἀλλά καί ἀξιώθηκαν νά τόν ἀγαπήσουν ὡς ἄνθρωπο, πῶς θά τόν περιέγραφαν μέ ἐλάχιστες λέξεις, ἡ ἀπάντηση εἶναι σχεδόν στερεότυπη: «Ἦταν ὁλόκληρος ἀγάπη, λεβεντιά, ἀρχοντιά καί αὐθεντικότητα!