Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων ενισχύεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες. Ο Κωστής Μοσκώφ –ο μόνος ίσως που συνέλαβε, σε όλες τις διαστάσεις της, τη σημασία του φαινομένου– υπογραμμίζει:Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί[1]. [ ]
Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο.
Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν[2].
Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και, για τη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε»[3], μετά το 1720, ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός μεταπρατικός, ενώ η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.