Κατά την διάρκεια επέμβασης στην καρδιά, έπαθε ανακοπή...
Ποιο ρόλο έπαιξε στην "επιστροφή" του Αργύρη ο Άγιος Παϊσιος...;;;
|Δεν θα πρέπει να υπάρχει Χριστιανός που δεν θα το΄χει δει, έστω μια φορά...|
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του «εκτέθηκε» ιδιαίτερα ενώπιον και απέναντι του κόσμου. Με την έννοια του προσφέρθηκε, αν όχι του παραχωρήθηκε!
Το κελλί του έγινε τόπος καταφυγής, ένας κόμβος συνάντησης και ζωής! Συνάμα και γιορτής! Κάθε μέρα είχε και ένα πανηγύρι λόγω του κόσμου που κατέφευγε σ’ αυτόν. Και μάλιστα με τα ίδια χαρακτηριστικά που επισκέπτεται κάποιος έναν πανηγυρίζοντα ιερό ναό. Άλλος για να ψυχαγωγηθεί πνευματικά και άλλος για να διασκεδάσει. Άλλος και για να ψυχαγωγηθεί και να διασκεδάσει ταυτοχρόνως. Άλλος από περιέργεια γιατί έχει ακούσει πολλά και άλλος γιατί τον παρέσυρε η παρέα. Δεν είχε να χάσει τίποτε! Στο τέλος κέρδιζε κιόλας!
-Δεν είσαι μοναχός; Θα κάνεις, λοιπόν, υπακοή. Τόσο ανυπάκουος Μαυροβούνιος είσαι; Εδώ ο Μπαγιούμ μου είναι πιο υπάκουος από εσένα.
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή!
Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου !
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ.
Μου εξήγησε ότι ο βάτραχος το βράδυ πήγαινε μπροστά σ’ ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που ο Γέρων είχε εκεί κι έλεγε την «ψαλμωδία» του.
Παραξενεύτηκα και είπα μέσα μου:
Του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου
Επισκέφθηκε πριν από χρόνια τον Άγιο Παΐσιο ένας νέος σε άθλια κατάσταση και του είπε.
-Γέροντα, εμένα δεν με αγαπάει κανείς, δεν με έχει ακούσει κανείς. Θέλω να με ακούσεις.
Ο Άγιος Παΐσιος συμφώνησε. Κάθισαν στο πεζούλι και ο νεαρός άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Είχε φτάσει σε μεγάλη απελπισία.
Ο Γέροντας είχε μουδιάσει στο πεζούλι, είχε παγώσει, αλλά προτίμησε να μην τον διακόψει ούτε λεπτό, ούτε να σηκωθεί, για να μην του δείξει ότι κουράστηκε ή ότι βαρέθηκε και δεν τον ακούει. Για την εύθραυστη υγεία του ήταν πραγματικά ένα μαρτύριο, μια θυσία. Διηγείτο ο ίδιος:
-Όταν πέρασε η ώρα, προσπαθούσα να μην κουνηθώ ούτε απ’ εδώ ούτε από κει, για να μην του δώσω την εντύπωση ότι βαρέθηκα. Επί εννιάμισι ώρες καθόμουν και τον άκουγα. Ήμουν από αγρυπνία, είχα προβλήματα με τα έντερά μου και καθόμουν σε μια πλάκα και κρύωνα. Αφού τον δέχτηκα, έπρεπε να τελειώσω. Αν π.χ. τον κρατούσα οκτώμισι ώρες και μετά τον έδιωχνα, άδικος και ο κόπος των οκτώμισι ωρών.
Ο νέος έφυγε αναπαυμένος και θεραπευμένος. Ο Θεός, βλέποντας αυτή τη θυσιαστική αγάπη του Γέροντα, θεράπευσε τον ταλαίπωρο αυτό άνθρωπο. Και ο γέροντας κατέληξε:
-Την άλλη μέρα ήρθε ο αδερφός του να μ’ ευχαριστήσει. «Τι μ’ ευχαριστείς; Τι έκανα; Αυτός υπέφερε οκτώ χρόνια κι εγώ που τον άκουσα εννιάμισι ώρες έκανα τίποτα;» Ο άνθρωπος τακτοποιήθηκε, τώρα είναι καθηγητής και οικογενειάρχης πιστός, έρχεται και με βλέπει.
Όταν άκουσα αυτό το περιστατικό για πρώτη φορά έμεινα έκπληκτος. Όχι βέβαια για το θαύμα, αν έγινε ή δεν έγινε, αλλά γιατί δείχνει μια μεγάλη αλήθεια. Ότι ο άγιος Παΐσιος, όπως και όλοι οι Άγιοι, ήταν άνθρωποι αγάπης και καλοσύνης. Ποιος θα καθόταν να ακούσει έναν προβληματικό άνθρωπο επί εννιάμισι ώρες, χωρίς σταματημό; Ούτε πέντε λεπτά δεν αντέχουμε να ακούμε τον άλλον. Και αυτά τα πέντε λεπτά, δεν ακούμε τι λέει, αλλά αδημονούμε πώς θα τον διακόψουμε για να συνεχίσουμε εμείς.
Όταν πολλοί του έλεγαν. Γέροντα πρόσεχε τον εαυτό σου, την υγεία σου, αυτός απαντούσε.
-Όταν έρχονται οι άνθρωποι με τόσα προβλήματα τι να κάνω; Τον εαυτό μου θα κοιτάξω; Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Έχω γίνει πρόγραμμα των ανθρώπων. Παλαιά ο νους μου βυθιζόταν στην προσευχή. Τώρα ζω τα προβλήματα των ανθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι στον ύπνο! Η καρδιά μου γίνεται κιμάς.