Στις 15 Φεβρουαρίου του 399 π.Χ., ο φιλόσοφος Σωκράτης καταδικάζεται από τους Αθηναίους σε θάνατο.
Η επίσημη κατηγορία είναι ότι «εισήγαγε καινά δαιμόνια». Η ουσία ήταν πολιτική – άλλωστε, πότε δεν είναι;
Ο Σωκράτης θεωρήθηκε επικίνδυνος επειδή ασκούσε επιρροή στους νέους και δίδασκε την ελευθερία της σκέψης και τη σημασία της ηθικής - με την έννοια της εντιμότητας. Σχεδόν 23 αιώνες μετά την ημέρα που ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο, στις 14 Φεβρουαρίου του 1884, γεννήθηκε ένας άλλος Έλληνας ποιητής και συγγραφέας, ο οποίος έγραψε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Τον είπαν Κώστα Βάρναλη και το 1931 έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο το οποίο διαβάζεται στις μέρες μας λες και είναι γραμμένο χτες…
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική; Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό, θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό, από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης. Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι, κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο για την "Ανάσταση του Παπαδιαμάντη", από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη.
Καλή Ανάσταση!
Τις μεγάλες τις γιορτές, πιο πολύ τα Χριστούγεννα αλλά και το Πάσχα, τις έχω συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συχνά βάζω κείμενά του τέτοιες μέρες -για παράδειγμα, πέρσι το Πάσχα είχα βάλει το διήγημά του «Χωρίς στεφάνι«, ένα πασχαλινό αθηναϊκό, μαύρο και όχι χαρμόσυνο, διήγημα. Για σήμερα διάλεξα ένα κομμάτι όχι του Παπαδιαμάντη, αλλά για τον Παπαδιαμάντη, από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης, νέος στη Δεξαμενή, είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη και αργότερα έγραψε και ένα διήγημα «εις παπαδιαμάντειον ύφος», ίσως το ωραιότερο απ’ όσα παρόμοια έχουν γραφτεί, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», που το είχα παρουσιάσει εδώ παλιότερα. Ελάχιστα γνωστό είναι αντίθετα το σημερινό μας κομμάτι, που είναι «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», όχι διήγημα αλλά χρονογράφημα, δημοσιευμένο κάποιο κατοχικό Πάσχα στην εφημερίδα «Πρωία».
Απ’ όσο ξέρω, το κείμενο που θα διαβάσετε είναι αθησαύριστο -αν και μπορεί να πέφτω έξω και να έχει αναδημοσιευτεί κάπου. Πάντως στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει. Έχω μονοτονίσει και έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.
Κι επειδή το χρονογράφημα του Βάρναλη μιλάει για τη θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, θεώρησα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω στο τέλος ένα πρόσφατο δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη για το ίδιο θέμα, που αναφέρεται στο πασχαλινό παπαδιαμαντικό διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», που το ανακάλυψα πριν από τρία χρόνια, και το οποίο κυκλοφορεί πια σε τομίδιο αλλά, να θυμίσω, πρώτοι το διαβάσατε εδώ.
Και βέβαια το ιστολόγιο εύχεται σε όλους Καλή Ανάσταση!
Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη
Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, —τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγματος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Επειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.
Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμπιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περιείχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέλος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύχτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανάφτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.
Ο θρήνος της Μεγάλης Βδομάδας, ο θρήνος της μάνας για το παιδί της.
Οι πόνοι της Παναγιάς, το συγκινητικό ποίημα του μεγάλου Κώστα Βάρναλη, ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927.
Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας. Η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.
Η ποίηση του Βάρναλη, ένας από τους χρυσούς ακόμη κρίκους που συνδέουν τις ψυχές και των Λίγων και των Πολλών, με τον κόσμο των Οραμάτων και των Μορφών, ανακρατεί τη λειτουργία, το αξίωμα και την πραγματική υπερηφάνεια της ποιητικής και στις μέρες μας τέχνης.
Το υπέροχο ποίημα μελοποίησε ο Λουκάς Θάνος και τραγούδησε με την σπαρακτική του φωνή ο Νίκος Ξυλούρης αλλά και μετέπειτα ο Γιάννης Χαρούλης.
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας. Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου στανάχωρο, και κάμαρά μου χαμηλή! Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί. Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω. Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή, ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.
ΑΚΟΥΣΤΕ... ... ένα διαχρονικό, πικρό και σκωπτικό, αλλά και τόσο αληθινό, ποίημα του Κώστα Βάρναλη. Και μην ξεγελαστείτε από τον τίτλο... ισχύει αναλλοίωτο για κάθε μέρα που ζούμε...
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες, σταβροθολωτοί και βρώμιες ποδαρούκλες ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς χτυπά η καμπάνα) καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα! Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε : «Πεινάμε τέτοιες μέρες» γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν : «Είστε αθέοι».
Τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Κώστα Βάρναλη τους συνέδεε φιλία και αμοιβαία αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας. Ο Κώστας Βάρναλης ήταν μάρτυρας στη δίκη Λουντέμη το 1955. Η κατάθεση του Βάρναλη είναι διαχρονικά επίκαιρη για τον κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης και το ρόλο του λογοτέχνη. Μα είναι και ενδεικτική της οξύνοιας και τον καταλυτικό του λόγο (πότε με σάτιρα και πότε με λεπτή ειρωνεία) αποδομεί το κατηγορητήριο.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, «Ο Κονταρομάχος».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε μάρτυς είναι ένοχος ο κατηγορούμενος.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ‘ναι ένοχος ένας συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραννισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»… ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;… ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει. ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων; ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο. ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ...''Κύριε μάρτυς είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;"
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο;
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.[…]
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν, κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου. Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη… Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη, κι όσο ο γήλιος να πέση και νά ‘ρθη το δείλι, το σταυρό σου καρφώσαν κι’ οχτροί σου και φίλοι. Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα, σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τί ‘πες “Νά ‘με”! Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Όλες οι μέρες του ελληνικού έθνους στους αιώνες της δουλείας του σταθήκανε μέρες δυστυχίας κι αίματος. Ακόμα κι οι μέρες του Πάσχα. Αυτές κυρίως τις άγιες ημέρες διάλεξε ο Αντίχριστος για να χτυπήσει τους Χριστιανούς, είτε για να τους πετύχει αφύλαχτους, είτε για να τους κάνει να νιώσουνε την αιμοβορία του περισσότερο.
Ο εχθρός, ο Αντίχριστος, δεν είναι μονάχα μουσουλμάνοι: Τούρκοι, Μπαρμπερίνοι κι Αλτζερίνοι! Ίσως περισσότερον αντίχριστοι για τους Έλληνες στάθηκαν οι Φράγκοι. «Οι Φράγκοι δεν πιστεύουνε αληθινό Χριστό και είναι Αντίχριστοι» λέγει το «Χρονικό του Γαλαξιδιού» (17ος αιώνας).
***
Απ’ αυτό το «Χρονικό» ξεσηκώνουμε το ματωμένο Πάσχα του Γαλαξιδιού στα 1703. Κι όχι μόνο για την τραγικότητά του, αλλά περισσότερο για τη λογοτεχνική αξία του κειμένου. Η γλώσσα του είναι από τις καλύτερες του δημοτικού λόγου, το ύφος απλό και φυσικό κι όλα τα συμβάντα που ιστορεί τα κινεί και τα ζωντανεύει η ζεστή καρδιά και φαντασία του χρονογράφου.
Το λοιπόν, «εκείνους τους χρόνους πολλοί κουρσάροι κατατρεμένοι από τα μέρη Μπαρμπαριάς και Αλτζέρι, εμαζωχτήκασι στον Έπαχτο. Ένας από τούτους τους κουρσάρους, έχοντας μάνα Χριστιανή και πατέρα Τούρκο (τον ελέγασι Ντουραντζίμπεη) είχε την αυθεντία του κόρφου και αυθέντευε απάνου σε ούλα τα καράβια του κόρφου με φερμάνι βασιλικό.
Μιαν ημέρα δυο γαλαξιδιώτικες γαλιότες, θεληματικώς ή ανήξερα, δεν τον αποχαιρετίσασι στο πέλαγος με σινιάλο και κανονιές. Και αυτός, πολύ θυμωμένος, στέλνει αποκρισάρη στο Γαλαξίδι για να πάρει αυτές τις γαλιότες και να τες παραδώσει στα χέρια του πειράτου.
"Η τεχνική του να αντικαθιστάς την εξέγερση με την ενοχή συνίσταται στο να κάνεις ένα άτομο να πιστεύει ότι είναι το μόνο υπεύθυνο για την συμφορά του, εξαιτίας της διανοητικής ανεπάρκειάς του, της ανεπάρκειας των ικανοτήτων του ή των προσπαθειών του.
Έτσι, αντί να εξεγείρεται εναντίον του οικονομικού συστήματος, απαξιώνει τον ίδιο τον εαυτό του και αυτο-ενοχοποιείται, κατάσταση που περιέχει τα σπέρματα της νευρικής κατάπτωσης, η οποία έχει μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα της αποχής από οποιασδήποτε δράση. Και χωρίς τη δράση, γλιτώνετε την επανάσταση!"
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ Ποίηση: Κ. Βάρναλης Απαγγελία : Μ.Κατράκης