" Άρχισα τη ζωή μου όπως θα την τελειώσω: ανάμεσα στα βιβλία.
Στο γραφείο του παππού μου υπήρχαν παντού βιβλία• το ξεσκόνισμά τους απαγορευόταν, εκτός από μία φορά το χρόνο, τον Οκτώβριο, πριν ανοίξουν τα σχολεία.
Δεν ήξερα ακόμη να διαβάζω και σεβόμουν ήδη αυτές τις όρθιες πέτρες• κάθετες ή κεκλιμένες, στριμωγμένες σαν τούβλα στα ράφια της βιβλιοθήκης ή μεγαλοπρεπώς και απλόχερα τοποθετημένες, σαν αλέες από μενίρ• ένιωθα ότι η ευημερία της οικογένειάς μας εξαρτιόταν από αυτές. [...]
Ξεφάντωμα σε ένα μικροσκοπικό τέμενος, περιτριγυρισμένο από ογκώδη, αρχαία μνημεία που με είχαν δει να γεννιέμαι, που θα με έβλεπαν να πεθαίνω και των οποίων η σταθερότητα μου εγγυώνταν ότι το μέλλον θα ήταν τόσο ήρεμο όσο και το παρελθόν. [...]
Τα βιβλία μου ήταν τα πουλιά και οι φωλιές μου, τα κατοικίδια ζώα μου, ο στάβλος και η εξοχή μου• η βιβλιοθήκη ήταν το σύμπαν παγιδευμένο σ' έναν καθρέφτη• είχε τον ατελείωτο πλούτο, την ποικιλία, το απρόβλεπτο."