Η σκέψη του Κ. είναι απλή, αρχίζει όπως όλες με την αξιωματική θεμελίωσή της, έχει προκείμενη μια πρόταση απολύτως διαυγή και συγκεκριμένη, γενικά αποδεκτή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας: Υπέρτατος σκοπός κάθε κοινωνίας θα πρέπει να είναι η «σωτηρία» του λαού της. Σωτηρία που μεταφράζεται: να διαθέτει καθένα από τα μέλη του τα αναγκαία υλικά αγαθά για τη ζωή του και τα παρεπόμενα πνευματικά αγαθά. Είναι ένα σκοπός που παρέχει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, πέρα από την αποκλειστική μέριμνα για την ιδιωτική του βιοτή. Είναι ένας τρόπος υπέρβασης της ζωικής του συνθήκης∙ εξίσταται αυτός του εαυτού του και συνεισφέρει τις δικές του δυνάμεις για να γίνει ο κόσμος που ζει, εργάζεται, ανασταίνει τα παιδιά του, και κάποτε θα τον εγκαταλείψει, περισσότερο λειτουργικός και φιλόξενος. Μέχρις εδώ ελάχιστοι θα είχαν αντιρρήσεις και αυτές θα ήταν θεωρητικού περιεχομένου, και σε κάθε περίπτωση ένας διάλογος μεταξύ τους θα μπορούσε να έχει συναινετική έκβαση. Όταν όμως ο ένας, ο Κ, από τους υποθετικά διαλεγόμενους, όπως στην περίπτωσή μας, αδιαφορεί για τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στην εφαρμογή του οράματός του, όταν πιστεύει ότι αυτά εξαγιάζονται, ακόμη και όταν περιλαμβάνουν την αφαίρεση της ζωής του συνανθρώπου, τότε μεταξύ τους προκύπτει αγεφύρωτο χάσμα. Ανακύπτει εξ αυτού του λόγου το ερώτημα ποια θα είναι η στάση του ετέρου των διαλεγομένων, εν όψει μάλιστα του ότι και ο ίδιος δεν εξαιρείται από τις προθέσεις του Κ, έστω και υποθετικά.
Θα απαντήσω εκ μέρους του συνομιλητή του Κ., προηγουμένως όμως θα αναφερθώ σε πράξεις του, παρελθούσες και ενεστώσες, που οι συνέπειές τους απασχολούν πολύ έντονα την επικαιρότητα. Είναι πράξεις που διέπραξε ο Κ. τριάντα περίπου χρόνια πριν, στις οποίες περιλαμβάνονται 11 φόνοι, ληστείες κ.λπ., για τις οποίες καταδικάσθηκε 11 φορές σε ισόβια. Βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές περίπου 18 χρόνια και με αφορμή την, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, καταπάτηση των δικαιωμάτων του ως φυλακισμένου, κήρυξε απεργία πείνας, αποφασισμένος να πεθάνει, αν αυτά τα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα, όπως υποστηρίζει, δικαιώματά του δεν ικανοποιηθούν. Οι υποστηρικτές των αιτημάτων του Κ. με προεξάρχουσα την Αντιπολίτευση, που αισθάνεται ιδεολογικούς δεσμούς να την συνδέουν μαζί του, πιστοποιούν εκτροπή από το Σύνταγμα της αστικής δημοκρατίας μας . Η Αντιπολίτευση όμως λογαριάζει ιδιαίτερα τα κέρδη που θα της αποκομίσει η στάση της από το ανήλικο πλήθος των ψηφοφόρων της, πολιτική συμπεριφορά που ισχύει άλλωστε για το σύνολο του πολιτικού κόσμου στη χώρα μας. Αντίθετα η νόμιμη εκτελεστική εξουσία της Δημοκρατίας μας υποστηρίζει ότι, πιστή στο νομικό της corpus, τηρεί με ευλάβεια τους νόμους που αφορούν τα δικαιώματα των φυλακισμένων. Αρμόδια βέβαια για την επίλυση της τυπικής μάλλον διαφοράς μεταξύ του Κ. και της κυβέρνησης είναι η Δικαιοσύνη, της οποίας όμως, όπως φαίνεται, δεν της ζητήθηκε η γνώμη. Εμφανίζεται μάλιστα να εκφράζει αντιθετικές απόψεις, αφενός με τους συνδικαλιστικούς της εκπροσώπους να προμαχούν για τον πολιτικό μας πολιτισμό, και αφετέρου με διακεκριμένα μέλη της να έχουν κατά νου την τήρηση της δικαιακής μας τάξης.