Ο Ιησούς Αναπεσών, έργο που αποδίδεται στον Πανσέληνο.
Βυζάντιο
του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού
Καθώς το Βυζάντιο περιορίζεται στα ελληνικά εδάφη μετά τον 11ο αιώνα και Σέρβοι, Βούλγαροι Αρμένιοι δημιουργούν πρωτοεθνικά κράτη ενώ απομακρύνεται χρονικά η ταύτιση Έλλην = ειδωλολάτρης και πολλαπλασιάζονται οι αναφορές στην ελληνική παιδεία, από τον Φώτιο και εφεξής, αρχίζει να χρησιμοποιείται, παράλληλα με το «Ρωμαίος» ή το «Γραικός», και το «Έλλην». Αρχικά ως προς την παιδεία, για να καταλήξει, μετά το 1204, και στους Έλληνες ως έθνος. Γράφει ο Π. Χρήστου:
Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθή πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνισι. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. [ ] Με την επανεμφάνισί του τώρα, για την δήλωσι καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό[1].
Ο συγγραφέας του 10ου αιώνα, Νικήτας Μάγιστρος, αναφέρεται στην καταγωγή του ως εξής: «Είμαστε Σπαρτιάτες από την πλευρά του πατέρα μας και Αθηναίοι από εκείνη της μητέρας μας»![2] Ο δε «ελληνολάτρης» Μιχαήλ Ψελλός επαινεί τον Ρωμανό Γ΄ διότι ήταν αναθρεμμένος «λόγοις ἑλληνικοῖς», ενώ αντίθετα ψέγει τον Μιχαήλ Δ΄, άμοιρο «παιδείας ἑλληνικῆς παντάπασιν»[3]. Αξίζει να προσέξουμε, εκατό χρόνια αργότερα, ένα απόσπασμα της Άννας Κομνηνής στην Αλεξιάδα το οποίο αναφέρεται στο ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε δημιουργήσει ο Αλέξιος: «Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατῖνον ἐνταῦθα παιδοτριβούμενον καὶ Σκύθην ἑλληνίζοντα καὶ Ῥωμαῖον τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον καὶ τὸν ἀγράμματον Ἕλληνα ὀρθῶς ἑλληνίζοντα»[4]. Οι μορφωμένοι Βυζαντινοί, προερχόμενοι από τη διοικητική ή τη στρατιωτική γραφειοκρατία, είναι ακόμα «Ρωμαίοι» ως προς το κράτος αλλά Έλληνες ως προς την παιδεία· οι «Σκύθες», δηλαδή οι Σλάβοι, εξελληνίζονται, ενώ οι αγράμματοι άνθρωποι του λαού αποκαλούνται ήδη «Έλληνες».
Η αναφορά της Άννας Κομνηνής είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι επιβεβαιώνει αυτό που ήδη τονίσαμε στην Εισαγωγή: Η «ελληνικότητα» των λαϊκών στρωμάτων είναι προγενέστερη εκείνης των «ελίτ». Και όμως, από ορισμένους ιστορικούς και διανοουμένους υποστηρίζεται πως η ελληνική συνείδηση αποτέλεσε μια «κατασκευή» των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, ιδιαίτερα κατά την Αυτοκρατορία της Νικαίας, η οποία και «εισήχθη» ή και επεβλήθη εν συνεχεία στα λαϊκά στρώματα. Αρκεί η παρατήρηση μιας «Ῥωμαίας», «τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζομένης», όπως η Άννα Κομνηνή, για να θέσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις: Από τον 12ο αιώνα, πραγματοποιείται μια ώσμωση ανάμεσα στον λαό, που πιθανώς δεν είχε απολέσει ποτέ την ιδιαίτερη «ελληνική» του ταυτότητα και ήθη, και την ανώτερη τάξη, που δεν περιορίζεται πλέον στη συνείδηση ενός «Ρωμαίου» με ελληνική παιδεία, αλλά ενστερνίζεται και την «ελληνικότητα». Η σύνθεση θα ολοκληρωθεί μετά τη λατινική κατάκτηση και την εμφάνιση των Τούρκων.
Ο άγνωστος Αθηναίος σχολιαστής της Ρητορικής του Αριστοτέλους, αναφερόμενος σε λεηλασίες των Δανισμενιτών Τούρκων στη Μικρά Ασία, στα τέλη του 11ου αιώνα, εκφράζει τη συμπαράστασή του στους Έλληνες Μικρασιάτες: «δεῖ λοιπὸν καὶ ἡμᾶς τοὺς Ἀθηναίους, ὅπως φροντίζωμεν πῶς ἂν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες δοξάζωνται»[5]. Ο Νικήτας Χωνιάτης περατώνει την Ιστορία του με την Άλωση της Πόλης από τους «βαρβάρους Δυτικούς», διότι δεν μπορεί να δεχθεί να συνεχίζει τη συγγραφή, το «κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων», περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων[6]. Τον 13ο αιώνα, ο Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254), βασιλεύς της Νικαίας, στην επιστολή του στον πάπα Γρηγόριο Θ΄, υποστηρίζει πως «ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει…» και διεκδικεί τα απαράγραπτα δικαιώματά τους πάνω στην κατεχόμενη από τους Φράγκους και τους Λατίνους Κωνσταντινούπολη, με φράσεις για τους θεσμούς της πατρίδος και τα ιερά τεμένη πανομοιότυπες με εκείνες των αρχαίων Ελλήνων: