Θεόδωρος Ζιάκας
"Ο μηδενισμός έχει περάσει πλέον το επίπεδο των θεσμών και έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα του υποκειμένου, όπου και διασπά εκ των έσω την εξατομικευμένη προσωπικότητα, μεταβάλλοντάς την σε άμορφο χυλό.
«…- Για εξήγησέ μου επιτέλους· ποιος είναι ο σκοπός σας;
– Να καταστραφούν τα πάντα, να μην υπάρχουνε πια έθνη, ούτε κυβερνήσεις, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θεός, ούτε θρησκεία.
– Καταλαβαίνω· αλλά πού θα οδηγήσει κάτι τέτοιο;
– Στην κομμουνιστική κοινωνία, σ’ έναν κόσμο καινούργιο, στον οποίο όλα θα ξεκινούν από την αρχή.
– Και πώς θα το πραγματοποιήσετε, πώς λογαριάζετε να δράσετε;
– Με τη φωτιά, με το δηλητήριο, με το μαχαίρι. Ο ληστής είναι ο αληθινός ήρωας, είναι ο εκδικητής τού λαού. Είναι ο επαναστάτης που ενεργεί χωρίς φράσεις παρμένες από τα βιβλία. Με μια σειρά από τρομερές απόπειρες πρέπει να τρομοκρατήσει τους ισχυρούς και να ξυπνήσει το λαό…»
(Εμίλ Ζολά, Germinal).
Φαινομενικά, μετά το 1815, η Γαλλική Επανάσταση μοιάζει να φιμώνεται. Αναφλέγεται, όμως, μέσα στην καρδιά και στη συνείδηση των ανθρώπων. Επιζεί.
Η Παλινόρθωση δεν αναθεώρησε την κατάργηση των κοινωνικών προνομίων (κατ’ εξοχήν των φεουδαρχικών δικαιωμάτων). Η εθνική περιουσία δεν επιστράφηκε στους πρώην ιδιοκτήτες της και -μολονότι δεν είχε πάντα διανεμηθεί δίκαια και αρκετές φορές είχε περιέλθει στα χέρια των πλουσίων- το επαναστατικό κεκτημένο διατηρήθηκε στο θέμα αυτό, όπως διατηρήθηκε και η αρχή των δικαιωμάτων τού ατόμου με την εγγύηση του Χάρτη τού 1814. Όταν η κυβέρνηση τού Καρόλου Ι΄ φανεί έτοιμη να εφαρμόσει μια νέα αντιδραστική πολιτική, η απάντηση θα είναι μια άμεση εξέγερση· η Ιουλιανή Μοναρχία, και η επιστροφή στην τρίχρωμη σημαία.
Ήδη, το 1828, ο F. Buonarroti, γράφει την «Ιστορία τής συνωμοσίας για την ισότητα· τής επονομαζόμενης τού Μπαμπέφ¹» όπου αφηγείται την συνωμοσία των ‘Ίσων’, τα σχέδιά τους για ένα είδος ‘Βανδέας των πληβείων’², την αποτυχία τους και την εκτέλεσή τους. Επρόκειτο για ένα κίνημα ‘κομμουνιστικό’ οπωσδήποτε, με στόχο την κοινοκτημοσύνη· πιστό στη φράση τού Ζαν Ζακ Ρουσσώ: «Είστε χαμένοι, αν λησμονήσετε ότι οι καρποί ανήκουν σε όλους αλλά η γη σε κανέναν». Η επιτυχία που είχε το βιβλίο αυτό και το παράδειγμά του υπήρξαν τεράστια. Ο Louis Auguste Blanqui, ο αμετανόητος επαναστάτης, που όλοι τον αγάπησαν εκ των υστέρων, ήταν ενθουσιώδης αναγνώστης του. Στα 1871, στις 26 Μαρτίου, το Παρίσι τον εξέλεξε πρόεδρο τού καινούργιου δημοτικού συμβουλίου, ενώ ήταν ακόμα φυλακισμένος, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα.
Το νόημα που αποκτά πλέον ο επαναστατικός ουμανισμός είναι η νομιμοποίηση τής βίας, όταν αυτή τίθεται στην υπηρεσία τού δικαίου, τής ισότητας, τής κοινωνικής δικαιοσύνης. Μιας βίας όπου ο επαναστάτης μπορεί να είναι ή ο δράστης ή το θύμα της· γιατί όταν κανείς κατεβαίνει στο δρόμο, μπορεί να νικήσει, μπορεί όμως και ν’ αφήσει εκεί την τελευταία του φωνή διαμαρτυρίας. Αλλά το θάρρος τής βίας -θάρρος να πεθαίνει κανείς ή να σκοτώνει- δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό παρά μόνον όταν είναι το μόνο μέσο για ν’ αλλάξει η μοίρα των ανθρώπων και να γίνει πιο ανθρώπινη, πιο αδελφική. Η Επανάσταση είναι η βία στην υπηρεσία ενός ιδεώδους. Ανάλογες όμως είναι βέβαια και οι ρίζες τής Αντεπανάστασης μα και τής όποιας αντίδρασης…
Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἑνώσει μεθ᾿ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἑαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του. Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογική (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἀ-θεο «θέωση»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγοῦσε πρὸς μία κατάχρηση τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴ θέωση. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπιτύχαμε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ καταστρέψαμε τὴν ὕπαρξή μας τὴν αὐθεντικὴ καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2). Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεση ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα στὸν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴ τὴν θέωση, τὴν ὁποία ἔφεση δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνει, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλει ἐντελῶς.
Του Οκτάβιο Παζ από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 19
Από τον θάνατό του, κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πριν, η επιρροή του Ντοστογιέφσκι δεν έπαψε να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται. Πρώτα στην πατρίδα του –όπου είχε αποκτήσει φήμη όντας εν ζωή– στη συνέχεια στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Αυτή η επιρροή δεν υπήρξε αποκλειστικά λογοτεχνική, αλλά πνευματική και ζωτική: πολλές γενιές διάβασαν τα έργα του, όχι ως μυθιστορήματα, αλλά ως μελέτες πάνω στο ανθρώπινο πνεύμα και συνομίλησαν σιωπηλά με τους χαρακτήρες του, σαν να ήταν παλιoί γνώριμοι. Το έργο του σημάδεψε πνεύματα πολύ διαφορετικά, από τον Νίτσε και τον Ζιντ, έως τον Φόκνερ και τον Καμύ. Στο Μεξικό, δύο συγγραφείς τον διάβασαν με πάθος, ίσως επειδή ανήκουν στην ίδια πνευματική οικογένεια με αυτόν και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε πολλές από τις ιδέες και τις εμμονές του: ο Χοσέ Βασκονσέλος και ο Χοσέ Ρεβουέλτας. Είναι (ή υπήρξε) ο αγαπημένος συγγραφέας των νέων: θυμάμαι ακόμα τις ατελείωτες συζητήσεις που λάμβαναν χώρα λίγο πριν πάρουμε απολυτήριο λυκείου, με κάποιους συμμαθητές μου, κατά τη διάρκεια περιπλανήσεων που ξεκινούσαν το δείλι, στο κολλέγιο Σαν Ιντεφόνσο και ολοκληρώνονταν μεταμεσονύχτια στη Σάντα Μαρία ή στη λεωφόρο Ινσουρζέντες[1], περιμένοντας το τραμ. Ο Ιβάν και ο Ντμίτρι Καραμαζόφ πάλευαν μέσα στον καθένα από εμάς.