Τα θεμέλιά μου στα βουνά/και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους/και πάνω τους η μνήμη καίει/άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός/κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί»
Η Γένεσις
"Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα τής Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα τού ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους τού χρήματος
και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μού ´δωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ´ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί"
Με τον όρο Άξιον Εστί αναφερόμαστε στην εικόνα της Παναγίας, της «εφέστιας προστάτιδας», του Αγίου Όρους. Με το ίδιο όνομα επίσης τιτλοφορήθηκε το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον Εστί» (έκδοση, 1959), το οποίο αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο λαϊκό ορατόριο «Άξιον Εστί».
Η εικόνα της Παναγίας, το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Επί της εικόνας αυτής έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθω. Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.
Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου -
Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872)
Ο Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΕΨΑΛΛΕ ΣΤΙΣ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ 982 ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΙΚΟ ΎΜΝΟ " ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ "
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
" Αλήθεια πόσο τυχεροί όσοι επισκέπτονται αυτό το ευλογημένο βουνό, την Κιβωτό της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος το οποίο είναι γεμάτο από θησαυρούς, είναι το περιβόλι και ο κήπος της Παναγίας, της μόνης γυναικός που έχει σε αυτό θέση!
Στον ιστορικό Ναό του Πρωτάτου, στο Άγιο Όρος ,στο Αγιο Βήμα, βρίσκεται ενθρονισμένη η σεβάσμια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, που ονομάζεται «Άξιον έστιν»απο τις πιο περιφημες εικονες και θαυματουργες της Παναγίας μας!
Ονομάζεται έτσι, γιατί μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα πρωτοψαλθηκε απ’ τον αρχάγγελο Γαβριήλ ο γνωστός αυτός ύμνος.
Και όντως άξιο είναι να μακαρίζεται εις το Περιβόλιόν της η Πανάμωμος Μήτηρ του Κυρίου, άξιον είναι και οι τεταγμένοι εις την διακονίαν του Υιού της αγιορείται μοναχοί να απολαμβάνουν την παράκλησιν και την ευλογίαν της.
Η πάνσεπτος αύτη και αγία εικόνα αποτελεί το καύχημα των Καρεών, τη δόξα των Πρωτατινών, τη σκέπη και προστασία των πέριξ Κελλίων αλλά και όλου του Αγίου Όρους, θεωρείται μάλιστα ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών.
Το θαύμα αυτό της παράδοσης του ύμνου από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ έγινε στην διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου και Βασιλείου των αυτάδελφων και Πορφυρογέννητων καλουμένων, υιών Ρωμανού του Νέου εν έτη 982, Νικολάου δε του Χρυσοβέργου πατριαρχούντος.
Το Συναξάρι του θαύματος έγραψε ο πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ εν έτη περίπου 1548 και έχει ως εξής:
Αρχικά η εικόνα αυτή βρισκόταν σε ένα παντοκρατορινό κελί στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Ἄδειν» κοντά και κάτω από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα στην αριστερή όχθη του χειμάρρου Λιβαδογένη.
Και όπως ερμήνευσε το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με μια εξαιρετική «γεωλογική – παλαιοντολογική ματιά» ο αείμνηστος Τάσος Λιγνάδης :
«ό,τι άξιον εστί, ό,τι στ' αλήθεια ανέπαφο, το φυλάει η γη, που έχει στοιχειώσει μέσα στα ζωντανά φαντάσματα της: Ίσκιοι, ευχές στην πέτρα, κομμένα κεφάλια και χέρια σε μάρμαρο, όστρακα κραυγών σε πηλό, η κεντημένη ΚυράΠηνελόπη, η Αρετούσα σαν άδειο παράθυρο, η Λυγερή του τραγουδιού και του ΄Αδη, τα πουλιά και οι ιερείς, οι χαιρετισμοί στο Ρόδο το Αμάραντο, τα οστά μας άνθη της αύριον, οι Άγιοι αχειροποίητοι, και τα εικονίσματα και τα τέρατα και τα σημεία και το λιγοστό νερό και οι σάτυροι και οι νύμφες και ό,τι άλλο μας κάνει να νιώθουμε ποιο είναι το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου».
Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Ελύτης :
«Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει τίποτε. Μόνον όταν θυμάσαι, υπάρχεις στ΄ αλήθεια. Και μόνον όταν υπάρχεις στ΄ αλήθεια, είσαι στ΄ αλήθεια ελεύθερος».
___________
από Γιώργος Τασιόπουλος
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το " ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ " ...
<< Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο,
την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα,
μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη
τα χρόνια του ’48 με ’51.
Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι, την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο.
Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.
Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα,
με ρουφηγμένα πρόσωπα.
Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές.
Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση...