από Δήμητρα Σταύρου
Οι άνθρωποι, που έχουν μάθει να μιλούν με τη σιωπή, ονειρεύονται. Τα όνειρά τους, όμως, δεν τους οδηγούν πάντα κάπου με έναν τρόπο προαναγγελίας, όπως είθισται να απαιτείται στις μέρες μας. Τα όνειρα μεταφράζουν όσα ζήσαμε. Τα μεταφράζουν με έναν αξιακό τρόπο ιδιόμορφο, όχι ασπρόμαυρο, όπως επίσης στις μέρες μας διατυμπανίζεται. Τα όνειρα δι-ερμηνεύουν όσα ζήσαμε, αποκαλύπτοντας κάτω από τη λεπτή επικάλυψη του
ασπρόμαυρου μία τέλεια συν-ύπαρξη: μια συν-κίνηση των αποχρώσεων του φωτός. Η σκιά και το φως. Από την πρώτη στιγμή οι λέξεις αυτές διατρέχουν την ταινία που θα ήθελα να σας περιγράψω.
ασπρόμαυρου μία τέλεια συν-ύπαρξη: μια συν-κίνηση των αποχρώσεων του φωτός. Η σκιά και το φως. Από την πρώτη στιγμή οι λέξεις αυτές διατρέχουν την ταινία που θα ήθελα να σας περιγράψω.
Λυπάμαι τόσο που δεν έχω γνώσεις κινηματογράφου. Γνώσεις που θα με βοηθούσαν να καταλάβω λίγο παραπάνω την τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς με τίτλο «Υπέροχες Μέρες». Για αυτήν την ταινία θα σας πω, φορώντας τα δικά μου ματογυάλια και, παρακαλώ, μη διαβάσετε το κείμενό μου ως μία ανάλυση –δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κάτι τέτοιο–, διαβάστε το ως πρόταση ανάγνωσης και κυρίως ως εγκάρδια πρόσκληση για άλλες αναγνώσεις, με άλλα γυαλιά, με έμφαση σε άλλα σημεία, σίγουρα με πληρέστερες γνώσεις.
Ο Χιραγιάμα, ένας μεσήλικας Ιάπωνας, εν τη ακτημοσύνη του βιοπορίζεται ως καθαριστής
δημοσίων αποχωρητηρίων στο Τόκυο. Παρατηρούμε την καθημερινότητά του κοντά σε
ανθρώπους παρομοίως ταπεινούς. Ξυπνά ξημερώματα, μαζεύει το φούτον, το στρώμα του,
από το πάτωμα του μικροσκοπικού του σπιτιού, ποτίζει στοργικά (χαϊδεύοντας σχεδόν) τα
μπονζάι-φυτά του, νίβεται και ξυρίζεται και ξεκινά για τη δουλειά. Λεπτομέρειες πολύτιμες,
αν και εξίσου ταπεινές, συντροφεύουν την αρχή της μέρας του: για παράδειγμα, η γυναίκα
που καθημερινά μαζεύει τα ξερά φύλλα του σοκακιού · το ρολόι χειρός που ο Χιραγιάμα
αφήνει σπίτι φεύγοντας για τη δουλειά και περιμένει να το φορέσει μία φορά την
εβδομάδα, στο ρεπό του· το καθημερινό του κοίταγμα ψηλά στον ουρανό, βγαίνοντας από
την πόρτα· η εργατική γειτονιά του, παλαιάς εποχής, «ταπεινή και καταφρονεμένη». Οι
επαναλήψεις δεν μας οδηγούν σε μονοτονία, αλλά σε λεπτομερέστερη παρατήρηση, σε
ενεργοποίηση των αισθήσεών μας.
Ο Χιραγιάμα, ένας μεσήλικας Ιάπωνας, εν τη ακτημοσύνη του βιοπορίζεται ως καθαριστής
δημοσίων αποχωρητηρίων στο Τόκυο. Παρατηρούμε την καθημερινότητά του κοντά σε
ανθρώπους παρομοίως ταπεινούς. Ξυπνά ξημερώματα, μαζεύει το φούτον, το στρώμα του,
από το πάτωμα του μικροσκοπικού του σπιτιού, ποτίζει στοργικά (χαϊδεύοντας σχεδόν) τα
μπονζάι-φυτά του, νίβεται και ξυρίζεται και ξεκινά για τη δουλειά. Λεπτομέρειες πολύτιμες,
αν και εξίσου ταπεινές, συντροφεύουν την αρχή της μέρας του: για παράδειγμα, η γυναίκα
που καθημερινά μαζεύει τα ξερά φύλλα του σοκακιού · το ρολόι χειρός που ο Χιραγιάμα
αφήνει σπίτι φεύγοντας για τη δουλειά και περιμένει να το φορέσει μία φορά την
εβδομάδα, στο ρεπό του· το καθημερινό του κοίταγμα ψηλά στον ουρανό, βγαίνοντας από
την πόρτα· η εργατική γειτονιά του, παλαιάς εποχής, «ταπεινή και καταφρονεμένη». Οι
επαναλήψεις δεν μας οδηγούν σε μονοτονία, αλλά σε λεπτομερέστερη παρατήρηση, σε
ενεργοποίηση των αισθήσεών μας.