«-Μέλο… είπε τώρα ο Μπίθρος. Που γυρνάς; Τι αραντίζεις μες στον κόσμο; Έφυγες απ΄ τη σκολάρα; Καλά έκανες! Οι δάσκαλοι κουλαντρίζουνε ζεβζέκικα κεφάλια! Τα γράμματα είναι σφήκες μπρε! Να …τρυπάνε το κεφάλι σου και χύνεται όλο το μυαλό όξω… Χα χα χάα! Έτσι δεν είναι;
-Όχι, Μπίθρο…. Όχι… Δεν είν΄ έτσι.
Η φωτιά ανέβαινε πάνω… ψηλά… γιόμιζε τον ουρανό σπίθες… γινόταν άστρα …πούλιες…
-Όχι, Μπίθρο… Δε θα τ΄ αφήσω τα γράμματα, όχι, δε θα τ΄ αφήσω. Άφησα τους δασκάλους… Αλλά΄τα γράμματα όχι, δε θα τ΄ αφήσω . θα τα ξετρυπώσω μόνος μου… απ΄ τα βιβλία… απ΄ τα στόματα… απ΄ τις καρδιές… και θα τα κάνω πάλι γράμματα… Θα τα ξαναδώσω πίσω στους ανθρώπους πάλι γράμματα!...»
Απόσπασμα, από το πολυαγαπημένο βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη "Ένα παιδί μετράει τα άστρα"
Γεννήθηκε το 1912 ή το 1906 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία όπου εργαζόταν εκεί τα νεανικά του χρόνια.
Στην Ελλάδα ήρθε με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια αλλά οι γονείς του έχασαν τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Εργάστηκε από μικρός ως λούστρος, λαντζέρης και βοσκός, ενώ για μεγάλα διαστήματα έμενε άνεργος. Πολλοί τον χαρακτήρισαν και ως τον Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας.
Ο Λουντέμης υπήρξε πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης. Στα γράμματα εμφανίζεται το 1934 με τη δημοσίευση του διηγήματός του “Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια” στο περιοδικό Νέα Εστία. Το 1938 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων “Τα πλοία δεν άραξαν” και τιμάται με το Α’ Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας.
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Μακρόνησο και τον Αη- Στράτη, μαζί με τον Ρίτσο, τον Θεοδωράκη, τον Κατράκη.
Στο έργο του Οδός Αβύσσου Αριθμός 0, ο Λουντέμης κάνει μια κατάθεση ζωής. Καταθέτει στον Ελληνικό Λαό την φρικαλεότητα της Μακρονήσου, τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Το 1956 μεταφέρεται από την εξορία στην Αθήνα για να δικαστεί για το βιβλίο “Βουρκωμένες Μέρες”, καθώς σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο αναφέρονται “…προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας” και “προπαγανδίζει τας πολιτικάς ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στην Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος”.
Καν την τραγούδια, ξενύχτια. Καν την βιβλία, αταξίες.
Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις.
Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις.
Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά.
Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει.
Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει.
Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο".
Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία.