«αρχή σοφίας ή των ονομάτων επίσκεψις»
Αντισθένης (445-360 π.χ)
του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου*
Συχνά, η συζήτηση γύρω από την ελληνική γλώσσα και την επίθεση που δέχεται από τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, το Υπουργείο Παιδείας, εκτρέπεται σε ανορθολογικά σενάρια ή θεωρίες συνωμοσίας. Η στρατηγική των φορέων που καθοδηγούν τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, εύκολα παντρεύεται με θρησκευτικές παραβολές, εύληπτες προφητείες, αστικούς μύθους, σοβινιστικές υστερίες και υποχθόνιες – εγκόσμιες – υπερκόσμιες θεωρίες για καταστροφή αποκλειστικά του ελληνικού έθνους και της γλώσσας του, με μπόλικο άρωμα κακόβουλων κέντρων που απεργάζονται τα καταστροφικά σενάρια. Η «πανουργία της ιστορίας», τα φέρνει έτσι, ώστε κάποιες φορές, το αποτέλεσμα των παιδαγωγικών εξελίξεων ανά τον κόσμο, να «δικαιώνει» τους συνομωσιολόγους μας ή τους τηλε-ευαγγελιστές μιας μοναδικής «αποκαλυψιακής» γνώσης. Μεταξύ ψευδών ειδήσεων, μισής αλήθειας, αλμάτων λογικής και συναισθηματικές υπερβολές, καμιά δικαίωση δεν μπορεί να υπάρξει σ’αυτό το «μακελειό» της λογικής, και καμιά προφητεία ή συνωμοσία δεν δικαιώνεται.
Εντέλει, οι προφήτες-συνωμοσιολόγοι, σε καμιά περίπτωση δεν βοηθούν την υπαρκτή ανάγκη υπεράσπισης της ελληνικής παιδείας, ιστορίας και γλώσσας, αλλά αντίθετα της κάνουν πολύ κακό. Παρέχουν τα κατάλληλα επιχειρήματα, στους μηδενιστές και αποδομιστές κάθε πολιτισμού – όχι μόνο του ελληνικού – ώστε να διαστρεβλώνουν και να συκοφαντούν κάθε προσπάθεια κριτικής, αντιλόγου και πνευματικής αναγέννησης της παιδείας, ως γραφικές, φοβικές, αντιδραστικές, ανορθολογικές πολιτικά και επιστημονικά, προσπάθειες.
Το ζήτημα, κατά την ταπεινή μου άποψη, τοποθετείται απόλυτα σε άλλη -εντελώς αυτονόητη- βάση, αρκεί να λάβουμε υπόψιν ορισμένα ορθολογικά επιστημονικά δεδομένα και φιλοσοφικές εξελίξεις.
Η εκπαίδευση και τα βιβλία
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τα βιβλία του Δημοτικού, των παιδιών μας. Θα έχουμε παρατηρήσει ότι αναφέρονται, απλά, ως βιβλία «Γλώσσας», σε αντικατάσταση των παλιότερων, «Αναγνωστικών Ελληνικής ή Νεοελληνικής γλώσσας», ή απλά «Νεοελληνική γλώσσα». Η γλώσσα, λοιπόν, είναι μια ουδέτερη έννοια, «ορφανή», που δεν συνδέεται με έναν πολιτισμό, με μια ρίζα. Αποχαρακτηρίζεται από μια εθνική ιστορία εξέλιξης της γλώσσας και παραπέμπει περισσότερο στην εκμάθηση μιας τεχνικής, ενός κώδικα επικοινωνίας, σε αναλογία με τα τεχνικά εγχειρίδια που σε μαθαίνουν την χρηστική λειτουργία για να φτάσεις σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα. Στην «υπερμοντέρνα» παιδαγωγική, η γλώσσα είναι εργαλείο, ένα εργαλείο, που κατασκευάζει ή ανακατασκευάζει ο άνθρωπος για να συνεννοείται με τους άλλους. Είναι ένας «κώδικας επικοινωνίας» γραμμάτων και συμβόλων, όπως οι πινακίδες της τροχαίας, ή οι οδηγίες χρήσης συσκευών. Μοιάζει να είναι η κατάλληλη μίξη και συνταγή (που τόσο αρέσει στους συγγραφείς των βιβλίων), γραμμάτων, λέξεων, ιστοριών, φράσεων και κειμένων (ατάκτων ερριμμένων, εντέλει), που υλοποιούν την επικοινωνία. Συνθετικά, σ’αυτή την εξέλιξη της εκπαιδευτικής σκέψης, προστίθεται και η σταδιακή απάλειψη του επιθέτου εθνικός, από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως και από άλλα Υπουργεία, ανάλογο με την απάλειψη του ουσιαστικού Ελλάδας (στοιχείου προσδιοριστικού ενός πολιτισμού, τελικά), από την Εθνική τράπεζα!