Χαλασμένη την πήρε. Το κατάλαβε την πρώτη νύχτα του γάμου όταν έπεσε πάνω στο κορμί της με πάθος και τρυφεράδα. Τίποτα δεν είπε. Ένα κοκόρι ξέπλυνε τη ντροπή. Το ‘σφαξε για το ματωμένο νυφιάτικο σεντόνι που άπλωσαν το πρωί τα πεθερικά στο μπαλκόνι. Όλο το χωριό χόρευε κι έπινε στη θέα του αίματος, σημάδι αγνότητας και καθαρότητας της νύφης κι αξιοσύνης του γαμπρού. Ο Γιωργής άξιο παλικάρι ήταν, δουλευταράς, έντιμος, καλός και συμπονετικός.
Ποτέ κανείς δεν του γύρισε κουβέντα. Την αγαπούσε από παιδί. Τρεις φορές έστειλε προξενιό να τη ζητήξει και τρεις φορές ο πατέρας το γύρισε πίσω. Δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον είχε για παρακατιανό.
Γεννήθηκε σ’ ένα καπνοχώρι της Μακεδονίας. Ο πατέρας τής είχε αδυναμία κι ας μην ήταν αγόρι. Ήταν φτυστή η μάνα του έλεγε, η κυρά Μαριγώ. Της έδωσε το όνομά της και τη φώναζε Μαριώ. Τη μάνα δεν τη θυμάται ούτε τρυφερή ούτε στοργική. Σκληρή κι απόμακρη τούς αγαπούσε με τον τρόπο της. Είχε να φέρει βόλτα το σπίτι, τα χωράφια, τα ζωντανά, να ταΐσει τόσα στόματα. Σαν γατάκι γουργούριζε και τριβόταν στην αγκαλιά του πατέρα κι ας έλεγε η μάνα πόσο άπρεπο ήταν για μία καθωσπρέπει θυγατέρα.
Οι σκοτεινές μέρες της Κατοχής και του εμφυλίου είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν στη μνήμη και τις καρδιές των ανθρώπων. Ο φόβος και το μίσος είχαν καταλαγιάσει και στην πλατεία του χωριού στήνανε γλέντια και πανηγύρια ολοήμερα. Άλλες φορές για να τιμήσουν τον Άγιο κι άλλες για να κάψουν τα ξεραμένα στεφάνια του Μαγιού και να πηδήξουν πάνω απ’ τη φωτιά, να υποδεχτούν το θέρος και να ευχηθούν καλύτερη σοδειά. Σ’ ένα απ’ τα πανηγύρια τον γνώρισε. Τη μάγεψε με τη μουσική του. Της πήρε τα μυαλά της ξεσυλλόγιστης! Περιπλανώμενος βιολιστής έτρεχε από γιορτή σε γιορτή σ’ όλη την επαρχία. Στα βάθη του κάμπου, κρυμμένοι πίσω από τις παχιές συστάδες των δέντρων χάνονταν με τις ώρες. Με το δοξάρι του γρατζουνούσε τις χορδές του βιολιού κι έκανε την καρδιά να φτεροκοπά στο στήθος της.
Ένα πρωινό έφυγε αξημέρωτα χωρίς αυτήν. Άφησε την ψυχή της πίσω, γρατζουνισμένη απ’ τις νότες να τον καρτερά και τον σπόρο του να μεγαλώνει στην κοιλιά της. Με πόσα σκουτιά, πόσα υφάσματα ξεχασμένα στα σεντούκια της μάνας φάσκιωνε την κοιλιά που όλο στρογγύλευε!