Ο άνθρωπος που όσο κανείς άλλος καθόρισε την μουσικοκριτική στην χώρα, σε μια συνέντευξη - συνομιλία με τον Αντώνη Ξαγά. Εφ’ όλης της ύλης και μουσικής, σε χρόνο παρελθόντα, ενεστώτα αλλά και μέλλοντα.
«Σε κάθε τίτλο που ανακάλυπτε ξεσπούσε σε επιφωνήματα χαράς, είτε διότι γνώριζε το έργο είτε διότι από καιρό το έψαχνε, ή τέλος, επειδή ποτέ δεν είχε ακούσει να αναφέρεται, και ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος και περίεργος». Κάπως έτσι περιγράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο περιλάλητο «Όνομα του Ρόδου» τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του Άντσο της Μελκ όταν κατάφεραν επιτέλους να εισχωρήσουν στην επίφοβη λαβυρινθώδη βιβλιοθήκη του Οικοδομήματος και να βρεθούν μπροστά στον αποθηκευμένο πνευματικό πλούτο αιώνων.Κατ’ αναλογία, κάπως έτσι αισθάνθηκα κι εγώ την πρώτη φορά που βρέθηκα σε αυτό το χώρο, μια αίσθηση δέους αναμεμειγμένου με θαυμασμό. Τακτοποιημένα ερμάρια και άτακτες στοίβες, κάθε λογής μεγέθη και γεωμετρικές τοπολογίες, η ματιά να ακουμπά σε εξώφυλλα δίσκων κάθε μεγέθους και είδους, χρώματα, εικόνες, ονόματα, να περιπλανιέται από τίτλο σε τίτλο, από παντελώς άγνωστα έργα σε εκδηλώσεις αναγνώρισης του οικείου ή του ξεχασμένου, δίσκοι, κασέτες, cd, βινύλια, βιβλία, όλα μαζί συναρμοσμένα σε μια τοιχογραφία αποτελούμενη από αιώνες ανθρώπινης μουσικής δημιουργίας. Αυθόρμητα σου έρχεται να ρωτήσεις «μα πόσους δίσκους έχεις;», συνειδητοποιείς όμως ότι πρόκειται περί ερωτήματος ανόητου και άσκοπου. Τι νόημα θα είχε ένας αριθμός που θα κατέγραφε με ακρίβεια την υλική κτήση; Ίσως η αριθμητική έκφραση να ενέτεινε περισσότερο κι ένα ασυναίσθητο άγχος το οποίο προκαλεί το βάρος τόσης υλικότητας υπογραμμίζοντας την άρρητη ματαιότητα που εμφιλοχωρεί σε αυτήν. ‘Έρχονται άραγε στιγμές που να αισθάνεσαι ένα βάρος;’ ρωτώ ‘Τόσοι δίσκοι, που οι περισσότεροι δεν θα ξαναδούν βελόνα στην ζωή τους…’ «Τεράστιο», αποκρίνεται με ανυπόκριτη αμεσότητα. «Σχεδόν αφόρητο... Και έχω επίγνωση ότι και να ήθελα δεν υπάρχει τρόπος να επιστρέψω σε όλα αυτά. Και δύο ώρες την ημέρα να κοιμόμουν μόνο, και καθόλου ακόμη-ακόμη, δεν θα γινόταν». Πως είναι να ζεις με όλο σου το παρελθόν πάνω από το κεφάλι σου, μέσα σε ένα τέτοιο αχανές μουσείο προσωπικής μνήμης, αρχειοθετημένης και ταξινομημένης. Ταξινομημένης; ‘Έχεις κάποιο σύστημα που ακολουθείς;’, δεν αποφεύγω τον πειρασμό της προφανούς ερώτησης. ‘Αλφαβητικά; Ανά είδος; Ανά εταιρεία;’ Όλα τα δοκίμασα κατά καιρούς, απαντά, τώρα θα έλεγα ότι ισχύουν όλα μαζί ταυτόχρονα. Ένα χάος δηλαδή. Μην ξεχνάς ότι έχω κάνει και κάμποσες μετακομίσεις. Παλιά το λέγανε και σαν κατάρα, να κάνεις μετακόμιση…
Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο άνθρωπος που μου απαντάει όπως στέκει στο μέσο όλων σαν να μου μοιάζει κάπως με τον Χόρχε του Μπούργος, τον αξέχαστο γερο-μοναχό πρωταγωνιστή του Έκο, «σκυφτό από το βάρος των χρόνων, λευκό όπως το χιόνι.. σεβάσμιο σε ηλικία και γνώση», μια μορφή λιτοδίαιτη και ασκητική (γελάει όταν του το λέω πειράζοντας τον, γνωρίζοντας ότι είναι άσπονδος άθεος και αντικληρικαλιστής), εύθραυστη σχεδόν, με διαπεραστικά μάτια πίσω από τα χαρακτηριστικά γυαλιά σε ένα πρόσωπο βαθιά οργωμένο πλέον από τους καιρούς.
Σε αντίθεση όμως με το μυθιστόρημα του Ιταλού διανοούμενου, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ζηλό-τυπα (sic) φανατικό φύλακα της γνώσης, αλλά με έναν άνθρωπο που προσεγγίζει τα ανθρώπινα δημιουργήματα με μια σχεδόν παιδική δοτικότητα και ενθουσιασμό, που αγαπά ταπεινά τους δίσκους χωρίς καμία υπεροψία, κτητική αλαζονεία και συγκρίσεις για το ποιος…. την έχει μεγαλύτερη (την δισκοθήκη), που ποτέ δεν έχω ακούσει από τα χείλη του το γνωστό με στόμφο λεγόμενο «το ’χω», και που δεν δίνει καμία απολύτως σημασία σε ‘αξίες’ όπως η σπανιότητα, η εμπορικότητα κι ακόμη περισσότερο η προσωπική υστεροφημία, από την στιγμή ειδικά που αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο χώρο σε μια αξιοπρεπή, ουχί όμως ακοινώνητη, μοναχικότητα («μα γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο;» ακούει τις συχνές παραινέσεις, τις προσπερνάει λέγοντας «ο κόσμος δεν χρειάζεται έναν ακόμη να δηλώσει συγγραφέας»). Κι επιπλέον, εκεί που ο Χόρχε αμφισβητούσε το θεμιτό του γέλιου, θεωρώντας το αδυναμία και εξαχρείωση φτάνοντας μέχρι τους φόνους για να προασπίσει την απόλυτη άποψή του, verba vana aut risui apta non loqui, ‘λόγια μάταια ή που προκαλούν γέλιο, να μην λέγονται’, ο Αργύρης Ζήλος για τον οποίο γίνεται τόση ώρα λόγος, διαθέτει άφθονη την αίσθηση του χιούμορ, και όχι μόνο στα πλαίσια μιας ομοτράπεζης παρέας, πολλοί παλιοί θυμούνται τις σπαρταριστά δηκτικές κριτικές της μιας γραμμής που δεν άφηναν τίποτε όρθιο (θυμάμαι που για το «Οδηγώ και σε σκέφτομαι» του Αντύπα είχε γράψει «έτσι γίνονται τα ατυχήματα»). Τώρα αν τα λόγια τα μουσικοκριτικά υπήρξαν μάταια αυτά μόνο ο πανδαμάτωρ χρόνος μπορεί να το κρίνει. Σίγουρα μέσα σε κοντά σαράντα ολάκερα χρόνια πορείας υπήρξαν πολλά. Πάρα πολλά.
Δεν ήταν διόλου εύκολη αυτή η συνέντευξη. Όχι μόνο επειδή in principio δεν μου αρέσουν οι συνεντεύξεις, αλλά επειδή έπρεπε και να βρω την ισορροπία ανάμεσα στον Αργύρη και τον Ζήλο, στην οικειότητα, στην παγίδα της αγιογραφίας και στην ‘αντικειμενική’ αποστασιοποίηση. Ανάμεσα στον Αργύρη του ενεστώτα και αυτόν του αορίστου και του παρατατικού. Ανάμεσα στον Αργύρη, τον φίλο και συχνό συνομιλητή σε τακτές jours fixes όπου για άνω των δέκα συναπτών ετών συναντιόμαστε και συζητάμε συμφωνώντας (συχνά) αλλά και διαφωνώντας (ακόμη συχνότερα) και από την άλλη στον Ζήλο της δημόσιας σφαίρας, ένα όνομα που έχει πια λάβει ένα εμβληματικό στάτους, συνώνυμα σχεδόν ταυτισμένο με το πάλαι ποτέ επάγγελμα του μουσικοκριτικού, ίσως και αποκομμένο από τον ίδιο τον ένσαρκο φορέα του, με τεράστια αναγνωρισιμότητα όσο κανείς άλλος και εκτός του ανάδελφου σιναφιού του με την ανταγωνιστική περίσσεια συσσώρευση τεστοστερόνης, πολλά αγοράκια μαζεμένα με Εγώ μεγέθους τάνκερ και κακοφορμισμένα συμπλέγματα. ‘Ζήλος’ είναι πλέον τα κείμενα του και οι αναμνήσεις των αναγνωστών και των ακροατών του, ‘Ζήλος’ πάνω απ’ όλα είναι το αρχέτυπο για όλες όσες και όσους ασχοληθήκαμε ποτέ με το γράψιμο για την μουσική, για όσες και όσους πιστέψαμε και αντιμετωπίσαμε την μουσική σαν κάτι πιο σοβαρό και σπουδαίο απ’ ότι ίσως πραγματικά είναι, ο άνθρωπος που διαμόρφωσε την γλώσσα της κριτικής, με μια σοβαρή υφολογική δεξιότητα, λειτουργώντας όχι τόσο σαν πρότυπο - το στυλ του γαρ υπήρξε υπεράνω μιμήσεως (πλην καρικατούρων)- αλλά περισσότερο σαν στάση, νοοτροπία, προσέγγιση, ήθος. Παρόλες τις αδυναμίες, τις εμμονές, τις υπερβολές ή τις παραλείψεις -ουδείς άσφαλτος άλλωστε όπως έλεγε και η Λαίδη Άντζελα (που δεν είναι και καθόλου λάθος εδώ που τα λέμε), πόσο μάλλον αν διακατέχεσαι από… ζήλο άλλοτε ένθερμο κι άλλοτε υπερβάλλοντα (αν ποτέ επέστρεφε στην γραφή του είχα έτοιμους και τίτλους στήλης, το όνομά του δίνει άλλωστε πάτημα για διαφόρων τύπου ευφάνταστα και μη λογοπαίγνια, όπως αυτό που του σκάρωσαν οι Closer στο κομμάτι τους «Zealot ape»).













ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΣ






