Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: Η ΛΟΥΜΠΕΝ ΥΠΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΜΠΑΡΟΚ

Λ

(…) Μετὰ τὴν λήξη τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εἴχαμε στὴν Ἑλλάδα μία νέα ἀστικὴ τάξη, ἡ ὁποία διεμορφώθη ἀπὸ τοὺς μαυραγορῖτες. Οἱ μαυραγορῖτες ἀπετέλεσαν τὴν νέα ἀστικὴ τάξη. Ἡ ἀστικὴ τάξη ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εἶχε ἑδραιωθεῖ καὶ εἶχε φτιάξει ἕνα προφὶλ κάποιας ψευδο-εὐγένειας θὰ ἔλεγα, κάποιας εὐγένειας ἤ ψευδο-εὐγένειας, ἡ ὁποία ὁμολογουμένως εἶχε κάποιους ἀστικοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς παραδεδεγμένους καὶ στὴν εὐρωπαϊκὴ κοινωνία. Βέβαια, ἡ ἔλευσις τῶν μαυραγοριτῶν στὴ θέση τῆς ἡγετικῆς τάξεως ἤτανε μία διάλυσις τοῦ ἰδεώδους τῆς παλαιᾶς ἀστικῆς εὐπρέπειας.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ μποῦμε στὸ ρεμπέτικο, τὸ ὁποῖον ἐθεωρήθη κατὰ κάποιον τρόπο ὅτι εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐπίτευγμα τῆς πολιτιστικῆς ὑπανάπτυξης τῆς κινήσεως τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου. Εἶναι ἕνα μοναδικὸ εἶδος λαϊκῆς μουσικῆς τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστικοῦ χώρου.

Μετὰ τὸ 1922, δηλαδὴ τὴ διαδικασία ἀστικοποίησης τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν ὑπολοίπων ἑλληνικῶν πόλεων. Ποιῶν πόλεων; Οἱ πόλεις αὐτὲς στὴν πραγματικότητα ἦταν χωριά μὲ κλονιζόμενες τὶς ἰθαγενεῖς ἀξίες. Μετὰ αὐτὸ τὸ τραγούδι, τὸ ρεμπέτικο, ἔχει ἕναν ἀντι-εὐρωπαϊκὸ καὶ ἀσιατικὸ χαρακτῆρα. Τὸ μέγα ἐρώτημα ποὺ προκύπτει ἀπ’ τὸ τραγούδι αὐτὸ εἶναι «ἐκδυτικισμὸς ἤ ἐξανατολισμός;».

Βέβαια, ὑπῆρχε ἕνα λαϊκὸ τραγούδι, τὸ λεγόμενο μαγκίστικο. Οἱ μάγκες ἦταν κουτσαβάκηδες, ὁ ὑπόκοσμος δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν κομμάτων τοῦ Μεσοπολέμου, δηλαδὴ οἱ τραμποῦκοι τῶν στενόχωρων καφέ-ἀμᾶν, ποὺ χόρευαν ζεϊμπέκικους, χασάπικους χοροὺς καὶ εἰσέπρατταν καὶ ἀπηύθυναν βρισιὲς καὶ ἀπειλές.

Ἀλλὰ ἄλλο μάγκας κι ἄλλο ρεμπέτης. Ὁ μάγκας εἶναι προϊὸν ἀστικῶν ὁμαδοποιήσεων. Μάγκας εἶναι ὁ γκάνγκστερ τοῦ Σικάγου, ὁ Ἄλ Καπόνε παραδείγματος χάριν, ἐνῷ οἱ ρεμπέτες ἦσαν χασικλῆδες μὲ χαρακτηριστικὸ πρόσωπο τοξικομανοῦς. Χρησιμοποιοῦν τὸ καπηλειὸ πρὸς κάλυψη τοῦ τεκέ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ρεμπέτες.

1912-1922. Μὲ τὴν προσφυγιὰ ἡ Ἑλλάδα ἔπρεπε νὰ ἀπορροφήσει ἕνα διπλάσιο πληθυσμό, καὶ Καραμανλῆδες καὶ Πόντιοι ἀλλάζουν τὸ ἑλλαδικὸ πρόσωπο καὶ ἀλλάζουν καὶ τὸ τραγούδι. Τὰ ποντιακὰ τραγούδια ἔχουν ἀρχαιοελληνικὸ χαρακτῆρα, ὅπως ὁ πυρρίχιος. Ἐντάσσονται, κατὰ κάποιον τρόπο, στὸ δημοτικὸ τραγούδι.

Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι τὸ ρεμπέτικο ἔχει μία ἄλλη φιλοσοφία, ἔχει μία φιλοσοφία μηδενιστική, ἔχει μία φιλοσοφία κισμετική [μοιρολατρική, kısmet (τουρκικά): μοῖρα]. Τὰ ρεμπέτικα χρησιμοποιοῦν τὸ σάζι, τὸ μπουζοῦκι καὶ ὄχι τὰ κλαρίνα, ποὺ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.

Τὸ δημοτικὸ τραγούδι εἶναι ἡ παράδοση τῆς Τουρκοκρατίας. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἑλληνικῆς λεβεντιᾶς. Λεβέντης δὲν εἶναι μόνον ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴ δύναμη, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὸ ἦθος. Κι αὐτὸ τὸ συνταίριασμα τοῦ ἤθους καὶ τῆς δυνάμεως δίνει τὴν ἔννοια τῆς λεβεντιᾶς. Τὸ δημοτικὸ τραγούδι γίνεται στοὺς ἀνοιχτοὺς χώρους. Συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ ἕναν ἑλληνικὸ χορό, τοῦ ὁποίου ἡ προέλευσις πιθανῶς εἶναι ἀρχαῖα. Συνοδεύεται ἀπὸ ἕναν χορὸ ἐλεύθερο. Ἔχει ἐλεύθερες φωνὲς καὶ ἔχει ἕναν χαρακτῆρα τελείως διάφορον ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τοῦ ρεμπέτικου.

Τὸ ρεμπέτικο ἔζησε τὴν νίκη τοῦ μπουζουκιοῦ πάνω στὰ ἄλλα ὄργανα. Σ’ αὐτὸ βοήθησε ὁ ἑλληνικὸς ὑπόκοσμος. Ἐμφανίζεται σὰν συνέχεια τῆς δημοτικῆς παραδόσεως, ἐνῷ δὲν εἶναι. Οἱ παλιοὶ αὐτοὶ ρεμπέτες τραγουδοῦσαν ὁμαδικά, μὲ ἀνεβοκατεβάσματα μιᾶς βραχνῆς φωνῆς, μιᾶς φωνῆς ποὺ ἦταν κατὰ βάσιν σπηλαιώδης. Σὰν ψάλτες δίχως κορῶνες. Στομωμένη ἀπὸ τσιγάρα καὶ φοβία ἡ φωνή τῶν ρεμπέτιδων. Χόρευαν σὲ συστροφικὲς κινήσεις ἀπελπισίας κοιτάζοντας τὸ χῶμα, μὲ μοῦτρα συνοφρυωμένα καὶ ἀπειλητικά. Φοροῦν στενὸ παντελόνι δίχως ζώνη, μὲ ζωνάρι, καὶ πουκάμισο μακρυμάνικο.

Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ὑμνοῦν τὸν ἔρωτα τῶν ἀστεφάνωτων ζευγαριῶν. Τὶς γυναῖκες ποὺ ἐπιζητοῦν οἱ ἄνδρες νὰ εἶναι σκληροὶ μαζί τους, προθυμοποιούμενες σχεδὸν ἡδονικὰ νὰ τοὺς συγχωροῦν κάθε ἀπιστία. Εἶναι μιὰ νέα ἠθική, ἡ ὁποία προβάλλεται στὸ ρεμπέτικο. Διότι τὸ ρεμπέτικο μισεῖ τὰ ἰδανικὰ τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ παιδιοῦ. Ἡ γυναῖκα τοῦ ρεμπέτικου εἶναι τρελή, εἶναι ἄμυαλη, εἶναι ἀχάριστη, εἶναι ἄπονη, εἶναι ἀσυλλόγιστη, ἐνῷ ὁ ἄνδρας εἶναι μάγκας, νυχτοπερπατητὴς καὶ δὲν ἐνοχλεῖται διόλου ἀπὸ τὴ μοιχεία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προδοσία.


Μιὰ νέα ἠθικὴ διαμορφώνεται μὲ τὸ ρεμπέτικο. Μιὰ ἠθικὴ ἡ ὁποία σαφῶς ἔχει τὴν προέλευσή της ἀπὸ τὸν ἀνατολικὸ τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀνατολικὸς τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι στηρίζεται στὴν τεμπελιὰ ὡς ἐπάγγελμα. Θεωρεῖ τὴν δίκη ἀδικία. Δὲν θεωροῦνται ἄτιμα τὰ παρασιτικὰ ἐπαγγέλματα. Δὲν ἀναφέρονται ποτὲ κακουργήματα, ἀλλὰ μικροπταίσματα. Στρέφουν τὸ μῖσος καὶ τὴν περιφρόνησή τους στὰ ὄργανα τῆς τάξεως οἱ ρεμπέτιδες. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἐθνότητας. Ὡς ἄνθρωποι τοῦ ὑποκόσμου δὲν ἔχουν οὔτε κοινωνικὴ οὔτε ἐθνικὴ συνείδηση.

Πρόκειται γιὰ ἕνα ὑπο-ἀστικὸ περίγυρο. Ἀντικατέστησαν τοὺς τραγουδιστὲς τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ποὺ εἶχαν φωνὴ δυνατὴ καὶ εἶχαν χορευτικὰ πετάγματα. Ἦταν λεβέντες ἐκεῖνοι. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ ὑμνοῦσαν τὸν ἡρωισμό. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ ὑμνοῦσαν τὴν θυσία.

Σήμερα ἡ ὀρχήστρα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ βασίζεται στὰ πνευστὰ καὶ στὰ τύμπανα. Τὰ ρεμπέτικα βασίζονται στὰ ἔγχορδα. Στὸ μονόχορδο, ποὺ ἦταν εὕρημα Ἀράβων. Ἄξονας τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ἦταν ὁ ἔρωτας, ἡ φύση, ἡ κλεφτουριά. Ἤτανε ἡ αἰσιοδοξία καὶ ὁ θάνατος. Ἄξονας τοῦ ρεμπέτικου εἶναι ὁ ἔρωτας, ἡ μάνα, ὁ καημὸς καὶ ἡ φτώχεια. Εἶναι δηλαδὴ τὸ ρεμπέτικο μία βασικὴ ἔκφραση τῆς ὑποκουλτούρας, μιᾶς ὑποκουλτούρας ἀνατολίτικης. Μιᾶς ὑποκουλτούρας ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸν Ὀθωμανικὸ τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι.

Ἀντίθετα, στὴν Ἑπτανησιακὴ μουσική, ποὺ μὲ τὶς καντάδες της μᾶς συνδέει μὲ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, διερμηνεύοντας τὸ ἀστικὸ αἴσθημα ἑνὸς ἰταλικοῦ ρομαντισμοῦ. Ὑπερνικιόταν ἔτσι τὸ εὐρωπαϊκὸ καὶ τὸ δημοτικὸ στὸ ὄνομα τοῦ μουσουλμανικοῦ. Μουσουλμανικὸ εἶναι τὸ ρεμπέτικο. Λοῦμπεν ἀπαθλιωμένοι ἀστοὶ τοῦ περιθωρίου. Ἄεργοι, ἄνθρωποι τοῦ περιθωρίου.

Ἔτσι καὶ ὁ Τσιτσάνης βρῆκε ἕνα λαϊκὸ τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο, στὸ στόμα φυλακισμένων καὶ κακούργων, στὰ τσογλάνια τῆς ἀγορᾶς καὶ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ Τσιτσάνης μείωσε αὐτὸ τὸ πρόστυχο κι ὀθωμανικὸ στοιχεῖο καὶ τόνισε τοὺς καημοὺς τῆς φτωχολογιᾶς, τῆς φάμπρικας, τοῦ πονεμένου ἔρωτα.

Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ρεμπέτικο εἶναι ἐργατικὸ τραγούδι. Δὲν ντρέπονται νὰ λένε πὼς τὸ ρεμπέτικο εἶναι ἐργατικὸ τραγούδι! Ἡ ἐργατικὴ τάξη δὲν εἶναι ἀπόβλητο οὔτε λῦμα τοῦ ἀστισμοῦ. Εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ σύμβολο τῶν μηχανῶν του. Τὸ ρεμπέτικο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὰ ἐργατικὰ τραγούδια τῆς Εὐρώπης οὔτε μὲ τὸ πνεῦμα οὔτε μὲ τὴ γεύση τοῦ ἰδιώτη. Τὰ ἐργατικὰ τραγούδια εἶναι τραγούδια εὐπρέπειας. Εἶναι τραγούδια τῆς δουλειᾶς. Εἶναι τραγούδια ποὺ ἐκφράζουν τὴ ζωὴ ἑνὸς ἐργαζόμενου ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος στέκει ἀπέναντι στὴ μοῖρα του.

Τὸ ρεμπέτικο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ρετάλια τῆς μουσουλμανικῆς ἀντίληψης τῆς ζωῆς. Τὸ ρεμπέτικο εἶναι κισμέτ. Ἔχει ὄχι μία ἀνηθικότητα ἀλλὰ μία ἀηθική. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀηθικὴ εἶναι χειρότερη κι ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ἀνηθικότητα. Εἶναι μία μαζοχιστικὴ ἐπίδειξις ἀνευθυνότητας. Εἶναι ἕνας τρόπος τοῦ νὰ προταθεῖ τὸ μουσουλμανικὸ ὡς στοιχεῖο τοῦ νεοελληνικοῦ.


Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ρεμπέτικο ἄρχισε νὰ προβάλλεται μὲ τὸν Μανώλη Χιώτη τὸ ἀρχοντορεμπέτικο. Τὸ ὁποῖο ἐπῆρε γιὰ τοὺς νεοπλούτους τοῦ ρεμπέτικου κάποια στοιχεῖα δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ, γιὰ νὰ ἐμφανισθεῖ μία μορφὴ ἡ ὁποία ἀπάδει πρὸς τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, ἀπάδει καὶ πρὸς τὸ κλέφτικο καὶ πρὸς τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Τὸ ἀρχοντορεμπέτικο, ἐπειδὴ υἱοθετεῖται ἀπὸ τοὺς νεοπλούτους ποὺ κερδοσκόπησαν στὴν Κατοχή, πρέπει νἆναι καὶ χασικλίδικο καὶ ρεμπέτικο καὶ νὰ θυμίζει, ἅμα λάχει, τὸν ρυθμὸ τοῦ ρὸκ ἐντ ρόλ. Νἄχει τὸ ὕψος τοῦ μοντέρνου καὶ μαζὶ τὸ ὕφος τοῦ τεκέ. Νὰ μιλάει τάχα γιὰ καινούργιους πόνους, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν καλεῖ στὴν κούρσα [αὐτοκίνητο] γιὰ τὴν θάλασσα. Νὰ σταματᾶν τὰ τρᾶμ καὶ νὰ τὴν βλέπουνε ἐκείνη, ὅπως ἔχει φορέσει καὶ παντελόνια καὶ ρεμιζάρει τάχα τὴν κούρσα της κάπου. Ἕνα ἀπερίγραπτο δηλαδὴ ἀμάλγαμα ὑποκοσμικῆς νεο-ἀριστοκρατίας καὶ δῆθεν ἀστικοποιηθέντος ὑποκόσμου, ὅπου ἀνάμικτα ὁ τάχα τεκὲς μὲ τὴν τάχα κούρσα καὶ ἡ τάχα φτώχια μὲ τὸν θρασὺ καὶ ἀμόρφωτο πλοῦτο.

Ὁ πόλεμος καὶ ἡ Κατοχὴ μὲ τὴν μαύρη ἀγορὰ ἀνέβασε ποικίλα κοινωνικὰ πρότυπα καὶ εἴχαμε μία νέα ἀστικὴ τάξη ἡ ὁποία δὲν τηροῦσε τοὺς ἠθικοὺς ρυθμοὺς ποὺ ἡ προπολεμικὴ ἀστικὴ τάξη εἶχε κατορθώσει νὰ ἀνδρώσει. Ἐδημιουργήθη ἕνα εἶδος ὑποκουλτούρας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὸ ρεμπέτικο τραγούδι. Ἐκφράζεται μ’ ἕνα τραγούδι τοῦ ὑποκόσμου. Γιατὶ τὰ λύματα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν ἡμι-ἀστικῶν κέντρων ἀνέβηκαν στὴν ἐπιφάνεια ὡς ἡγέτιδα τάξις. Καὶ αὐτὸ δὲν ἤτανε παρὰ μιὰ ὑποκουλτούρα, μιὰ ὑπανάπτυξις πολιτιστική, τὴν ὁποία ἡ Ἑλλάδα ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει διαφορότροπα ἀπ΄ ὅ,τι τὴν ἀντιμετώπισε. (…)

ἀπόσπασμα ἀπὸ τηλεοπτικὴ ὁμιλία τοῦ μεγάλου Ἕλληνα κοινωνιολόγου Δημητρίου Τσάκωνα (1921-2004).

Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=nVZ5B4Gyuoo

ΥΓ: Ὁ τίτλος τῆς ἀνάρτησης εἶναι δικός μας.

ΠΗΓΗ:https://ellinikosblog.wordpress.com/2025/04/06/%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%B7-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.