Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΑϊΤΖΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΑϊΤΖΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

+Χρήστος Γιανναράς(1935-2024) : Εβγαλε τη θεολογία από το γκέτο

Το έργο του σπουδαίου στοχαστή και καθηγητή - Γράφουν στην «Κ» οι Σταύρος Ζουμπουλάκης και Δημήτρης Αγγελής.


Νικόλας Ζώης

«Η Ελληνική Ορθοδοξία πιστεύει πως αρκείται στη γλώσσα της Παραδόσεως. Ωστόσο, έχει απομείνει χωρίς τη δυνατότητα να διαλεχθεί οικουμενικά. Στον ευρωπαϊκό χώρο ο λόγος της είναι απών. Ο Ευρωπαίος δεν ζητάει σήμερα από την Ορθοδοξία μια ξενάγηση σε ένα λαμπρό παρελθόν. Χρειάζεται απάντηση στο προσωπικό του ιστορικό πρόβλημα, στο πρόβλημα του αιώνα, που δεν είναι για τον Ευρωπαίο το πρόβλημα του Θεού, αλλά το πρόβλημα του ανθρώπου. Η σωτηρία, η κόλαση, η αμαρτία, η θέωση του ανθρώπου. Εχει λόγο σ’ αυτά η Ορθοδοξία; Λόγο, που να μπορεί να αναμετρηθή με την απελπισία και τον χλευασμό του σύγχρονου Ευρωπαίου;».

Να ένα από τα ερωτήματα που έθετε ο Χρήστος Γιανναράς σε μια παλιά του επιφυλλίδα στην «Καθημερινή». Ο τίτλος της ήταν «Λιμός επερχόμενος» και παρέπεμπε σε αυτό που περιγραφόταν ως «πείνα για ζωή και αλήθεια», η οποία απαιτούσε μια «λύση οντολογική».

Μια τέτοια λύση, έγραφε ο συντάκτης, μπορούσε να την προσφέρει η Ορθοδοξία μέσα από την αποκάλυψη του «προσώπου» του ανθρώπου, ο οποίος ολοκληρώνεται όταν βρίσκεται «σε κοινωνία αγάπης με τα υπόλοιπα πρόσωπα».

Και το αξιοσημείωτο ήταν ότι τα παραπάνω συνοδεύονταν από μια δριμεία κριτική στην τότε ελληνική Ορθοδοξία, η οποία δεν συμμετείχε στον διάλογο για τον άνθρωπο της εποχής.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Οι μεγάλοι χαμένοι - Παντελής Καλαϊτζίδης



Ποιοι έχασαν από τη συμφωνία Τσίπρα - Ιερώνυμου; Η Εκκλησία ως κοινότητα πιστών και το δημοκρατικό αίτημα νέας ρύθμισης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Τα Νέα (21/11/2018)


Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, που αφορά στην αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος μισθοδοσίας του κλήρου και σε θέματα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, φαίνεται ότι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου τόσο στο εσωτερικό της Εκκλησίας όσο και στη σχέση της με την Πολιτεία. Πρόκειται για μια συμφωνία από την οποία επρόκειτο να βγουν κερδισμένοι ο Πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος, και χαμένοι η Εκκλησία ως κοινότητα πιστών (κληρικών και λαϊκών) και το δημοκρατικό αίτημα εκκοσμίκευσης των θεσμών και νέας ρύθμισης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας.

Ο Πρωθυπουργός υπολόγιζε να «πουλήσει» στο αριστερόστροφο ακροατήριό του μια τολμηρή απόφαση στο συμβολικό επίπεδο (καθώς στα οικονομικά εξακολουθούν να ισχύουν οι δεσμεύσεις έναντι των δανειστών), πετώντας έξω από το μισθολόγιο του δημοσίου τον κλήρο και ελευθερώνοντας την ίδια στιγμή 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, υποσχόμενος ισάριθμους διορισμούς και προσλήψεις.

Ο Αρχιεπίσκοπος από την πλευρά του υπολόγιζε σε πολλαπλά κέρδη: Επρόκειτο να λάβει ένα ετήσιο δώρο 200 εκατομμυρίων, το οποίο ο ίδιος θα διαχειριζόταν καταρχήν ως κεντρική αρχή, διανέμοντάς το στη συνέχεια, άγνωστο πώς, στις κατά τόπους Μητροπόλεις. Η συμφωνία θα ενδυνάμωνε επίσης σημαντικά τη θέση του τόσο απέναντι στους άλλους Μητροπολίτες και τη Σύνοδο, όσο και έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο μάλλον σκόπιμα κρατήθηκε έξω από τις συζητήσεις που οδήγησαν στη συμφωνία, ενώ πολλές επαρχίες του βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος θα είχε μεγάλη ευχέρεια κινήσεων στην αξιοποίηση, από κοινού με την πολιτεία, της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σε ένα άλλο επίπεδο και οι κατά τόπους Μητροπολίτες φαίνεται πως θα ενισχύονταν σημαντικά έναντι του κατώτερου κλήρου, ο οποίος θα βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος των ιεραρχών που θα είχαν επάνω του δικαίωμα ζωής ή θανάτου, πειθαρχικού ελέγχου, στέρησης μισθού ή και απόλυσης (φανταστείτε ποια τύχη θα περίμενε τους προοδευτικούς εκείνους κληρικούς που θα τολμούσαν να εκφράσουν ανοιχτά την άποψη ή τη διαφωνία τους για επίμαχα ζητήματα που κατά καιρούς ανακύπτουν!...). 

Υπό το φως των παραπάνω διαπιστώσεων θα ήθελα να προβώ στις εξής παρατηρήσεις:

1. Το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας και οι σημαντικές αλλαγές που αυτή φιλοδοξούσε να επιφέρει απέδειξαν ότι για τη νέα ρύθμιση των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας δεν απαιτείται αναθεώρηση του Συντάγματος. Τίποτα από όσα προέβλεπε η συμφωνία δεν είχε ως προαπαιτούμενο την αλλαγή του Συντάγματος, γι’ αυτό και εάν η ιεραρχία την ενέκρινε, αυτή θα μπορούσε αμέσως να υλοποιηθεί.

2. Όσοι κατά καιρούς καλλιέργησαν την εντύπωση ότι ο χωρισμός κράτους και Εκκλησίας θα ήταν η πανάκεια για τη λύση όλων των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να προβληματιστούν για το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η μαξιμαλιστική ρητορική.

3. Στο μέτρο και στο βαθμό που η Εκκλησία στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντική κοινωνική επιρροή, είναι μάταιο να αναμένουμε προοδευτικές αλλαγές στην κοινωνία χωρίς ανανέωση και εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας. Και αυτές οι αλλαγές στην Εκκλησία δεν μπορούν να προέλθουν από μια ηγεσία (διάδοχο της σεραφειμικής νοοτροπίας της ακινησίας και της με κάθε τρόπο σύμπλευσης με την οποιουδήποτε χρώματος κρατική εξουσία) που φημίζεται για τις ικανότητές της στις πολιτικές ισορροπίες και τους τακτικισμούς, αλλά που δεν φαίνεται να έχει κανένα όραμα για τη μαρτυρία της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο και το διάλογο της Εκκλησίας με την κοινωνία (και όχι απλώς με το κράτος).

4. Κατά συνέπεια, καμία μεταρρύθμιση που θέλει να λέγεται προοδευτική ή αριστερή δεν μπορεί να εγκαθιστά στο μέσον της κοινωνίας μία θεσμική νησίδα αδιαφάνειας και μεσαιωνικής νοοτροποίας, προικοδοτώντας την επιπλέον με 200 εκατομμύρια! Ένας θεσμός όπως η Εκκλησία, ίσως ο μόνος θεσμός του ελληνικού κράτους που δεν γνώρισε μεταπολίτευση, που ούτε για τις επιδόσεις του στην οικονομική διαχείριση φημίζεται ούτε για διαφάνεια, δημοκρατικές διαδικασίες και κοινωνική λογοδοσία διακρίνεται, είναι μεγάλο λάθος στην παρούσα φάση να αποκόπτεται από τη δημόσια σφαίρα και να αφήνεται εκτός του δημοκρατικού ελέγχου και πλαισίου που εγγυάται η πολιτεία, μόνο και μόνο για να πουν κάποιοι ότι δήθεν χωρίζουν την Εκκλησία από το κράτος.

5. Οι μεγάλες αλλαγές και οι προοδευτικές τομές δεν μπορούν να αποφασίζονται σε μυστικές συναντήσεις μακριά από τη δημοσιότητα, ειδικά μάλιστα όταν οδηγούν σε περισσότερη δεσποτοκρατία και στην βίαιη αλλαγή του εργασιακού status 10.000 περίπου κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Απαιτείται δημόσιος, ανοιχτός και πολύπλευρος διάλογος, όχι μόνο της κυβέρνησης με την ιεραρχία, αλλά και της κοινωνίας και της διανόησης με την Εκκλησία (ως κοινότητα πιστών) και τη θεολογία.