Σταύρος Γιαγκάζογλου
Συμβολικό κέντρο και σημαντικός σταθμός της φιλοκαλικής κίνησης του 18ου αιώνα υπήρξε η έκδοση της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών, την οποία συνέλαβε και προετοίμασε ο Μακάριος Νοταράς (1731-1805), πρώην επίσκοπος Κορίνθου και έφερε εις πέρας ο μοναχός Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809). Πρόκειται για τη συλλογή 36 ασκητικών συγγραφέων που χρονολογούνται από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα, η οποία εκδόθηκε στη Βενετία το 1782. Όλα τα κείμενα προέρχονται από την ασκητική παράδοση της χριστιανικής Ανατολής και κανένα δεν σχετίζεται με την ευσέβεια της δυτικής Εκκλησίας.
Δίχως να αναφέρεται πουθενά στον πρόλογό της στη Μεταρρύθμιση ή στην Αντιμεταρρύθμιση, η Φιλοκαλία λαμβάνει αποστάσεις από τις Ομολογίες Πίστεως του 17ου αιώνα. Μεταξύ των συγγραφέων αυτών μονάχα ο Κασσιανός (360-435) ήταν Ρωμαίος και συνέγραψε το έργο του στα λατινικά. Ωστόσο, ακόμη και αυτός ανατράφηκε στο μοναστικό κλίμα της χριστιανικής Ανατολής. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η συγκεκριμένη επιλογή βάρυνε στη σκέψη των συντακτών και επιμελητών της ανθολογίας, προκειμένου η Φιλοκαλία να λάβει το «τυπωθήτω» (imprimatur) από τη ρωμαιοκαθολική λογοκρισία. Είναι πιθανό οι συντάκτες της Φιλοκαλίας να απέφυγαν επιμελώς τη συμπερίληψη δογματικών έργων του Γρηγορίου Παλαμά με αναφορές στην περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών διδασκαλία του. Ωστόσο, το όλο θεολογικό υπόβαθρο των κειμένων είναι ησυχαστικό και παλαμικό με την ευρύτερη έννοια, προϋποθέτοντας μάλιστα την περί θεώσεως διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά . Στον πρόλογο του έργου γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για μία έκδοση φιλολογικού ή αρχαιογνωστικού χαρακτήρα προορισμένη να εμπλουτίσει απλώς τις βιβλιοθήκες των λογίων. Φέρνοντας στο φως τις πνευματικές υποθήκες των μεγάλων θεολόγων και ασκητών της Εκκλησίας, το εν λόγω εγχείρημα απευθυνόταν και στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, αποσκοπώντας «εις την κοινήν των Ορθοδόξων ωφέλειαν». Η Φιλοκαλία υπενθύμιζε και φανέρωνε ότι κοινός σκοπός της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση και ο αγιασμός του ανθρώπου μέσα από την ασκητική και προσευχητική ενεργοποίηση της από των μυστηρίων και προ του βαπτίσματος χάρης και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος…
Στα καθ’ ημάς, το λογοτεχνικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη έχει σαφώς επηρεαστεί από το πνεύμα της φιλοκαλικής παράδοσης, όπως έφτασε μέχρι τη Σκιάθο και το μοναστήρι του Ευαγγελισμού, το οποίο ίδρυσε ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος, εξόριστος Κολλυβάς, αλλά και μέσω του γέροντος Διονυσίου Επιφανιάδη. Στο ίδιο κλίμα της φιλοκαλικής αντίληψης θα εκφραστούν με τον δικό τους τρόπο αργότερα ο Φώτης Κόντογλου, ανανεώνοντας τη ζωγραφική τέχνη της Ορθοδοξίας καθώς και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, κυρίως με το πεζογραφικό του έργο, συνδυάζοντας οργανικά το φιλοκαλικό πνεύμα του Συναξαριστή με τη λογοτεχνική πρωτοπορία.
Μέσα σε ένα πνεύμα θεολογικής νοησιαρχίας και ηθικισμού, τo Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα το 1936 θα κάνει λόγο για την ανάγκη αυτοσυνειδησίας και αυτοκάθαρσης της νεώτερης ορθόδοξης θεολογίας από τις δυτικές επιδράσεις αλλά και δημιουργικής επιστροφής στην Παράδοση των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Η θεολογική αυτή στροφή με εμπνευστή και πρωτεργάτη τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ αλλά και άλλους ορθόδοξους θεολόγους, θα εμφανίσει σταδιακά ένα πρόγραμμα νεοπατερικής σύνθεσης και ανανέωσης, το οποίο με τη σειρά του θα επηρεάσει τον ορθόδοξο μοναχισμό και θα αναδείξει τη νηπτική και ησυχαστική παράδοση του Αγίου Όρους. Η αναβίωση της φιλοκαλικής κίνησης επιδρά καταλυτικά και σε άλλες βαλκανικές χώρες…
Η φιλοκαλική αναγέννηση του 18ου αιώνα επιχείρησε να ανακεφαλαιώσει και να προβάλει την εμπειρία της Εκκλησίας σε δύσκολους καιρούς και συνάμα υπήρξε η άμεση και έμμεση αφετηρία όλων σχεδόν των πνευματικών ζυμώσεων και των θεολογικών τάσεων στους κόλπους της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Ωστόσο, η φιλοκαλική κίνηση του 18ου αιώνα φαίνεται ότι δεν επηρέασε άμεσα τα θεολογικά και εκκλησιαστικά πράγματα στην ελληνική Ορθοδοξία. Οι θεολογικές σχολές στην Αθήνα (1837) και στη Χάλκη (1844) ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα γερμανικά πρότυπα με έκδηλο το πνεύμα ενός ήπιου νοησιαρχικού και εξορθολογισμένου χριστιανικού διαφωτισμού. Στις εν λόγω σχολές έμφαση και προτεραιότητα δινόταν στη θεολογική μεταφυσική και την ηθική διάσταση της αστικής θρησκείας εις βάρος της πατερικής θεολογίας και ασκητικής παράδοσης. Η περιορισμένη απήχηση της Φιλοκαλίας, πέραν του γενικότερου κλίματος, ενδεχομένως σχετίζεται και με το γεγονός ότι η έκδοσή της έγινε στην πρωτότυπη γλώσσα των κειμένων δίχως απόδοση στη δημώδη. Γενικότερα, όμως, το συγκεχυμένο ιδεολογικό κλίμα της εποχής στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να προσλάβει και να μεταπλάσσει γόνιμα το φιλοκαλικό πνεύμα, το οποίο περιορίστηκε εκ των πραγμάτων σε ορισμένες μοναστικές νησίδες πνευματικής ζωής και στον αντίκτυπό τους στη λαϊκή παραδοσιακή θρησκευτικότητα. Αντίθετα, η μετάφραση της Φιλοκαλίας στα ρωσοσλαβονικά το 1793 άσκησε, καθώς είδαμε, έντονη επίδραση στη ρωσική και ρουμανική Ορθοδοξία.