«Σαν την Αγία Σοφία υπάρχουν εκατοντάδες εκκλησίες που είναι υπό κατοχή στην Τουρκία. Αυτές δεν γίνονται τζαμιά επειδή έτσι τις ονομάζουμε εμείς. Αυτές πρέπει να είναι… ένα μέρος στο οποίο πρέπει να προσεύχονται εκείνοι που τις έχτισαν».
Χιούντα Καγιά
Η θαρραλέα κούρδισα μουσουλμάνα, βουλευτής του Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), βάζει το ζήτημα της Αγίας Σοφίας στη σωστή του διάσταση. Το διασώζει από διάφορες μαγαρισιές, δειλίες και ύβρεις, που κινούνται ανάμεσα στην «ουδέτερη» κεμαλική θέση περί μουσείου και του «δικαιώματος» του τουρκικού κράτους να κάνει στην επικράτεια του ό,τι θέλει.
Η ισλαμοποίηση του μέγιστου μνημείου της χριστιανοσύνης είναι ακόμη ένα επεισόδιο στη διαδικασία συσσώρευσης βαρβαρότητας που έχει επιδοθεί το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η γενίκευση της ισλαμοποίησης των χριστιανικών ναών, ο εκφοβισμός και η εκδίωξη οποιουδήποτε συμβόλου και δομής, μη εξαιρουμένου και του Πατριαρχείου, γίνονται στόχοι της νεοθωμανικής-τζιχαντιστικής αναθεωρητικής σχιζοφρένειας.
Η Αγία Σοφία είναι η μνημειακή έκφραση μιας ιστορικής διαδικασίας, με δύο συμβολισμούς: έναν υψηλό, ο οποίος αντιπροσωπεύει την πολιτισμένη πρόσληψη του ναού, δηλαδή, αυτήν για την οποίαν δημιουργήθηκε, το 537και έναν χαμηλό, που αντιπροσωπεύει τη μισαλόδοξη, κατακτητική, αυτήν που εισήγαγε ο σουλτάνος Μωάμεθ β΄, το 1453 .
Η υψηλή πρόσληψη
Ό σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας έλυνε το πρόβλημα της θέωσης σε έναν κλειστό χώρο. Απαντούσε στο ερώτημα που έθεσε ο Γρηγόριος Νύσσης δύο αιώνες πριν το κτίσιμό της: «Πώς να παραστήσω το άυλον; Πώς να δείξω το αϊδές; Πώς να διαλάβω το αμέγεθες, το άποσον, το άποιον, το ασχημάτιστον, το μήτε τόπω, μήτε χρόνω ευρισκόμενον…;».
Ο Ιουστινιανός θα απευθυνθεί στη σχολή της Αλεξάνδρειας, το κέντρο τότε της ελληνικής φιλοσοφίας και των επιστημών, να αποστείλει μηχανικούς που θα μπορούσαν να συνθέσουν την αρχιτεκτονική με τη θέωση. Αυτή θα στείλει τους αρχιτέκτονες Ισίδωρο από τη Μίλητο και Ανθέμιο από τις Τράλλεις, οι οποίοι πίστευαν ότι μέσα από την επιστήμη και τη φιλοσοφία μπορούσε να προσεγγίσει κανείς το Θεό. Προσαρμόζοντας τη πυθαγόρεια και πλατωνική γνώση στην κατασκευή του ναού απαντούσουν στο ερώτημα που έθεσε ο Γρηγόριος Νύσσης. Και το πέτυχαν αξιοποιώντας τα αποκαλούμενα «άφατα σύμβολα», δηλαδή τους αριθμούς, τις αρχές των μαθηματικών και της γεωμετρίας και τις πυθαγόρειες οντότητες, που μπορούσαν ν’ αποκαλύψουν μη αισθητές διαστάσεις της πραγματικότητας. Πήραν αυτές τις αρχές και τις ‘’έχτισαν’’ μέσα στα υλικά, στην τοιχοποιία, στα αρχιτεκτονικά σχήματα και τους όγκους. Η κατασκευαστική μαθηματική και στατική τέχνη συναρθρώνεται με τη θεολογία, με τους ορθόδοξους ήχους και το φώς. Συλλαμβάνοντας το θείο ως ήχο και φως, που στερούνται φόρμας, μπόρεσαν να αισθητοποιήσουν τη θέωση.
Η σοφία, στην οποία είναι αφιερωμένος ναός (Ναός της Σοφίας του Θεού) και όχι η δύναμη, προάγεται ως το νόημα της ζωής.
Η κατανόηση δηλαδή του ναού, το ιδιαίτερο πολιτισμικό, κοινωνικό ακόμη και τουριστικό-μουσειακό βιωμά του, μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν παρουσιάζονται εννιαία τα κτιστά και τα λειτουργικά του στοιχεία, όταν μαζί με τις αρχιτεκτονικές μορφές ξαναζωντανευθούν οι θρησκευτικές τελετές, οι ήχοι των μελισμάτων, η προσωδία της Ορθόδοξης λειτουργίας, οι παρατεταμένες και διαφορετικές αντιχήσεις που προκαλούν οι κόγχες του ναού και το φως, που οι αντανακλάσεις του κατά την ώρα της λειτουργίας κατισχύουν και τις αρχιτεκτονικές μορφές.
Η ΟΥΝΕΣΚΟ-ική μουσειοποίηση θα είχε πληρότητα αν στην έννοια του μουσείου περιλαμβανόταν και η προστασία της Ορθόδοξης λειτουργίας της και αν οι υπεύθυνοι για την παρουσίαση του ναού δεν ήταν μόνον αρχαιολόγοι και επιστήμονες κελυφών αλλά και επιστήμονες των νοηματικών παραμέτρων και Χριστιανοί παπάδες. Αν φορέας παρουσίασης του ναού ήταν και το Πατριαρχείο, ο ιστορικός φορέας που είναι συνδεδεμένος οργανικά με το σημαίνον και το σημαινόμενο του ναού.