Η διολίσθηση του νεοοθωμανικού ρεύματος, που εξέφρασε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, στο σημερινό αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν δεν αποτελεί εκτροπή. Δεν είναι το αποτέλεσμα ενός ιστορικού ατυχήματος. Αν και αναμφισβητήτως συνιστά μία τομή σε σχέση με το μετακεμαλικό καθεστώς, ταυτοχρόνως αποτελεί και συνέχειά του, έχοντας κοινό παρονομαστή τον δεσποτικό χαρακτήρα του κράτους.
Η Τουρκία κουβαλάει στο γονίδιό της το στίγμα ότι ως σύγχρονο κράτος δημιουργήθηκε από αξιωματικούς, μετά από έναν νικηφόρο πόλεμο. Και μάλιστα η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ως ιδιότυπου εθνικού κράτους ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η παντελής διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ οικοδόμησε την Τουρκική Δημοκρατία κατ’ αντιδιαστολή προς την οθωμανική παράδοση.
Ποτέ και πουθενά, όμως, παραδοσιακές αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα. Ο ίδιος, άλλωστε, υποκατέστησε με άλλη μορφή τον σουλτάνο. Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνο απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα θεοκρατικό. Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο "μεγάλος πατέρας" των Τούρκων και στη συνέχεια σχεδόν θεοποιήθηκε.
Το παραδοσιακό οθωμανικό δόγμα του ισχυρού κράτους-πατέρα όχι μόνο επιβίωσε στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά και μεταλλαγμένο αποτέλεσε ατύπως καθοριστική ορίζουσα του κεμαλικού καθεστώτος. Όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι και στην Τουρκική Δημοκρατία, οι όποιοι εκσυγχρονισμοί επιβλήθηκαν αυταρχικά άνωθεν και συχνά ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων και πιέσεων. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική επανάσταση. Ο δεσποτισμός επιβίωσε μεταλλαγμένος. Η κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποταγμένη σ’ ένα κράτος που δεν είναι δημιούργημά της ούτε προέρχεται από αυτή.