από Ευάγγελος Κοροβίνης
των σχέσεων. Στο παρόν άρθρο επιλέγουμε να εκθέσουμε σύντομα τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις δυο Γερμανών στοχαστών, του Carl Schmitt που έζησε στα ταραγμένα χρόνια της εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην πορεία του χρόνου ταυτίσθηκε με τους Ναζί και του αρκετά νεότερου John B.Metz, ενός
Γερμανού καθολικού ιερέα και καθηγητού θεολογίας, που υπήρξε ο εμπνευστής της γνωστής «θεολογίας της απελευθέρωσης».
Ο Schmitt ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει μια δομική παραλληλία μεταξύ της απόλυτης εξουσίας του Θεού του μονοθεϊσμού και της εξουσίας του ηγεμόνα. Έτσι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου η εφαρμογή του συντάγματος αναστέλλεται με
αυτές τις δομικές αναλογίες, δεν αναφέρεται τόσο στην επιρροή της θρησκείας στην πολιτική, όσο στο κενό υπερβατικότητας που προέκυψε μετά την λήξη των
θρησκευτικών πολέμων του 17ο αιώνα. Ένα κενό το οποίο οι κοσμικές πολιτικές δεν
ήταν σε θέση να καλύψουν.
Πράγματι στους νέους χρόνους η παραδοσιακή ιδέα του ηγεμόνα, που στέκεται πάνω από την κοινωνία και το κράτος, εκλείπει παντελώς. Ο ηγεμόνας ταυτίζεται
πλήρως με το κράτος και το κράτος με τους νόμους που ψηφίζει το κοινοβούλιο. Για τον Schmitt τελικά η ισχύς είναι που δημιουργεί το δίκαιο και όχι το δίκαιο που χαλιναγωγεί την δύναμη των ισχυρών. Επιπλέον η υπακοή στον ηγεμόνα, που
γεννά η πίστη, ενοποιεί την κοινωνία και επιτρέπει να αναδυθεί το πνεύμα αυτοθυσίας, που απαιτείται στους πολέμους μεταξύ των κρατών.