από Βασίλης Καραποστόλης
Είναι μια αλήθεια που δύσκολα ομολογείται ότι ο άνθρωπος του καιρού μας αντέχει όλο και λιγότερο τους πόνους. Είτε το σώμα του υποφέρει είτε η ψυχή, του φαίνεται και στις δύο περιπτώσεις ότι τον έχει αρπάξει μια μέγγενη από την οποία είναι αδύνατο να ξεφύγει. Είναι μήπως η ατσάλινη μοίρα του πόνου; Όχι, δεν πρόκειται για εξωτερική δύναμη. Ο αιχμάλωτος νιώθει πως παραδόθηκε σε ό,τι του συνέβη με μια παθητικότητα που αρχικά ξάφνιασε και τον ίδιο. Πώς είναι δυνατόν την ώρα που προσφέρονται τόσα αναλγητικά, που τόσοι γιατροί και ψυχοθεραπευτές υπόσχονται την ανακούφιση, οι πάσχοντες να μην πιστεύουν πια ότι υπάρχει περίπτωση να νιώσουν υγιείς;
Υγεία για το σώμα είναι τα όργανα να λειτουργούν καλά. Για την ψυχή υγεία είναι να ελπίζει. Σε τι; Πρώτα από όλα, στο ότι είναι ικανή να αναμορφώνει, σε ένα βαθμό, την πραγματικότητα. Αν έχει προκύψει κάτι δυσάρεστο, να μπορεί η βούληση να δώσει μιαν απάντηση: να ζητήσει δηλαδή από την νόηση να συλλάβει μια πλευρά των συμβάντων που να αντισταθμίζει κάπως την δυσαρέσκεια ή την οδύνη, με τρόπο όμως που να κάνει πιστευτή την εναλλακτική εικόνα της κατάστασης. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ανάμεσα στα λιθάρια και τους βράχους της πραγματικότητας παλεύει να ξεμυτίσει κάποιο λουλούδι, σαν κι εκείνον τον ανθεκτικό «αμάραντο» του δημοτικού τραγουδιού. Αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος που υποφέρει δεν «παίζει» με τη φαντασία του, αλλά την παίρνει τόσο σοβαρά όσο παίρνει και τις οδηγίες των γιατρών. Η φαντασία του θα ήταν τότε ένα γιατρικό παρασκευασμένο από τον ίδιο, από τις δικές του δυνάμεις και από το ενδόμυχο εκείνο πείσμα που όταν εκδηλώνεται μαρτυρεί την ορμή της ζωής, και όταν απουσιάζει μαρτυρεί πως η ζωή παρέλυσε.
Στις μέρες μας τίποτα δεν είναι περισσότερο ορατό απ’ αυτό που η βιομηχανία της διασκέδασης προσπαθεί να κρύψει: πως η ζωή των ανθρώπων σέρνεται από μέρα σε μέρα, και πως απέναντι στις δυσκολίες δεν αντιτάσσεται παρά μόνο η ανησυχία τους για το πώς θα αποφευχθούν τα χειρότερα - που θεωρείται σίγουρο ότι θα έρθουν. Προφανώς, μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση δεν υπάρχει περιθώριο για να κάνει μια οποιαδήποτε κίνηση ανασυγκρότησης η φαντασία. Πώς να αναπλάσει κανείς νοερά την πραγματικότητα, αν έχει την αίσθηση πως από μόνος του και προ πολλού υπονόμευσε την ικανότητά του να βλέπει τα πράγματα από διαφορετικές γωνίες, να τους ρίχνει άλλο φως αυτό που τους δίνει η εξωτερική εμπειρία; Όταν πριν από μερικές δεκαετίες ο Μαρκούζε μιλούσε για τον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» κατά βάση αυτή την αναπηρία προέβλεπε. Ήταν η απαρχή μιας εξέλιξης που σήμερα έφτασε στο σημείο της κορύφωσης. Ο άνθρωπος του καιρού μας δείχνει ανίκανος να φανταστεί κάτι καλύτερο απ’ αυτό που υφίσταται, και για να μην το παραδεχθεί αναγορεύει την προσαρμοστικότητα σε προτέρημα. Όποιοι συμβιβαστούν το γρηγορότερο με τα παθήματά τους, θεωρείται πως έχουν και μεγαλύτερες πιθανότητες να τα βιώσουν ως υποφερτά, ή αναπόφευκτα, ή συνηθισμένα, ή τέλος πάντων ως ένα κακό που δεν εξοντώνει εκείνους που του υποκλίνονται. Να γονατίζεις μπροστά σ’ αυτό που σε κάνει να υποφέρεις, είναι μια ταπείνωση που δύσκολα μεταμφιέζεται. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα πάμπολλα μέσα διατίθενται για αυτόν τον σκοπό.
Ονομάζουν την ταπείνωση πρακτική δεξιότητα για να μην την πουν χαμαιλεοντισμό. Αλλά όποια ορολογία και να επινοηθεί, όποια βοήθεια και αν προσφέρει η ψυχολογική παραφιλολογία, το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος απεμπόλησε την εσωτερική του δύναμη με την οποία, άλλοτε, πολεμούσε της αντιξοότητες. Ας σκεφθούμε μόνο της υπηρεσίες που του είχαν προσφέρει σε παλαιότερες εποχές η πνευματική δραστηριότητα και η τέχνη. Μέχρι την έλευση του προηγούμενου αιώνα όποια κατεύθυνση και αν έπαιρνε ο στοχασμός, διατηρούσε μέσα του την πεποίθηση πως χάρη στην διορατικότητα, τη μεθοδικότητα και την ευφυία ο κόσμος δεν είναι μια ύλη συμπαγής και αμετάλλακτη. Διασπάται, ανασκευάζεται﮲ η ανθρώπινη ενέργεια ετίθετο υπεράνω της ύλης, και υπεράνω της ανθρώπινης ενέργειας ετίθετο ο ίδιος ο άνθρωπος. Τι είδους άνθρωπος όμως; Ήταν αυτός που επιθυμούσε να δράσει. Όχι για να «αποφορτιστεί» από κάποια ένταση μέσα του, αλλά για να αφήσει πάνω στα πράγματα τη σφραγίδα των δυνατοτήτων του. Ήταν ευεργετικό για εκείνον αν το πετύχαινε. Θα έβλεπε τότε μπροστά του δημιουργήματα που θα τον βεβαίωναν πως αν και ο άνθρωπος είναι θνητός, τα έργα του μπορούσαν να είναι αθάνατα. Ονειρευόταν μια ανάσταση μέσα από ό,τι είχε χτίσει, είχε γράψει, είχε συνθέσει. Αν ερχόταν και μια ανάσταση σαν και αυτή που ανήγγειλε ο Χριστός, ακόμη καλύτερα. Όμως προτού φθάσουν εκεί οι καρδιές, προτού σκιρτήσουν από την επαγγελία της μέλλουσας ζωής, χρειαζόταν να δείξουν πως ήταν ικανές να δονηθούν, πως δεν ήταν ήδη ραγισμένες καμπάνες
Η Συνέχεια ΕΔΩ....
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/zoi/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR3DA3nP1t1Q9KiIlvT2OYcKOYJ2qc4WoIEZi4JLkjzirqGiE4ibkkRm5TE_aem_AR7BLYtEKTzUUuyjHAEN_SD2ozbrQcRIn060PbU9IH0zyXo7xrlbiaZWwx9iYnXQGYUgiQ89wGl-4SNcpgsZ4yx5Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com