Κείμενο του αυτοεξόριστου αντιπροέδρου της Βολιβίας, Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, για τα βαθιά ρατσιστικά κίνητρα πίσω από το πραξικόπημα. O Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα είναι ο διανοούμενος αντιπρόεδρος του Έβο Μοράλες, από το 2005. Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 2015, ως αντιπρόεδρος, και μίλησε στο Resistance Festival. Υπήρξε ηγέτης του Αντάρτικου Στρατού Τουπάκ Καταρι, της Βολιβίας, το οποίο δημιουργήθηκε από τους αντάρτες που εκπαίδευσε ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα στη χώρα. Στόχος του Αντάρτικου Στρατού ήταν η κοινωνική ισότητα στη Βολιβία και η ισότιμη ένταξη των Ινδιάνων. Ο Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα καταδικάστηκε για ένοπλη βία και φυλακίστηκε για τη δράση του από το 1992 έως το 1997. Οι πραξικοπηματίες απαίτησαν να μην είναι ούτε εκείνος υποψήφιος για την Προεδρία, στις ερχόμενες εκλογές του 2020, κάτι πρωτοφανές για δημοκρατικά καθεστώτα. Ο Τουπάκ Καταρι, που έδωσε το όνομά του στην οργάνωση στην οποία ηγήθηκε ο Λινέρα, χρεώνεται με την ιστορική επαναστατική φράση «Πεθαίνω, μα θα γυρίσω και θα είμαι εκατομμύρια», που ήταν και οι τελευταίες του λέξεις.
Του Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα
«Σαν την ομίχλη στους εφιάλτες, το μίσος αστραπιαία διατρέχει τις παραδοσιακές γειτονιές της αστικής μεσαίας τάξης της Βολιβίας. Τα μάτια τους είναι γεμάτα οργή. Δεν φωνάζουν, φτύνουν. Δεν απαιτούν, επιβάλλουν. Τα συνθήματά τους δεν είναι αυτά της ελπίδας για αδελφοσύνη. Είναι αυτά της περιφρόνησης και των διακρίσεων κατά των Ινδιάνων. Ανεβαίνουν στις μηχανές τους, μπαίνουν στα αμάξια τους, μαζεύονται στις αδελφότητές τους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, και ξεκινούν το κυνήγι των ανταρτών Ινδιάνων που τόλμησαν να τους αφαιρέσουν την εξουσία.
Στη Σάντα Κρουζ οργανώνουν μηχανοκίνητες ορδές με παλούκια στα χέρια, για να τιμωρήσουν τους Ινδιάνους, αυτούς που αποκαλούν «collas» [χωριάτες], αυτούς που ζουν στις περιφερειακές γειτονιές και στις αγορές. Φωνάζουν «Να σκοτώσουμε τους collas», κι αν στο δρόμο τους βρεθεί καμιά γυναίκα που να φορά την πογιέρα [την παραδοσιακή φούστα των ιθαγενών γυναικών], την χτυπούν, την απειλούν και απαιτούν να φύγει αμέσως από την περιοχή τους.
Στην Κοτσαμπάμπα οργανώνουν κομβόυ, για να επιβάλλουν την φυλετική τους ανωτερότητα στη νότια ζώνη, εκεί που ζουν οι πιο στερημένες τάξεις, και πλήττουν – σα να ήταν σύνταγμα ιππικού – τις χιλιάδες απροστάτευτες χωρικές που διαδηλώνουν ζητώντας ειρήνη. Κουβαλάνε μπαστούνια του μπέηζμπολ, αλυσίδες, δακρυγόνα, κάποιοι κουβαλάνε και όπλα. Η γυναίκα είναι το θύμα που προτιμούν. Άρπαξαν μια γυναίκα δήμαρχο αγροτικής περιοχής, την ταπείνωσαν, την έσυραν στους δρόμους. Την χτύπησαν, κατούρησαν πάνω της όταν έπεσε στο έδαφος, της έκοψαν τα μαλλιά, απείλησαν να τη λυντσάρουν, και όταν κατάλαβαν ότι τους κινηματογραφούν, αποφάσισαν να την περιλούσουν κόκκινη μπογιά, συμβολίζοντας όσα θα έκαναν με το αίμα της.