Ο Γιώργος Μερτίκας έφυγε χθες από κοντά μας σε ηλικία 66 ετών.
Τον θυμάμαι στις βιβλιότσαρκες πότε στο Ναυτίλο και πότε στο Εναλλακτικό με το Λευτέρη και άλλους φίλους.
Βρήκα στη σελίδα της κόρης του ένα δικό του σημείωμα για το Πολυτεχνείο του 73, και το παραθέτω εδώ σαν μια αυθεντική μαρτυρία της αόρατης πτέρυγας της «γενιάς του πολυτεχνείου». Διότι ο Γιώργος έμεινε εφ' όρου ζωής στην υπηρεσία εκείνης της ίδιας εξεγερτικής φλόγας, με μια ώριμη όμως αποστασιοποίηση από την ταραχή της εξέγερσης, και χωρίς το άγχος της εγκόσμιας επιτυχίας - «όχι για να σωθεί, αλλά για να τη σώσει, αν μ' ενννοείς».
Ο Γιώργος ήταν ένας σεμνός αριστοκράτης· πρωτοπόρος εργάτης της θεωρητικής αναζήτησης και του διαλόγου, με τεράστιο έργο στον χώρο της μεταμαρξιστικής σκέψης από τη δεκαετία του 80 έως και σήμερα. Ίσως τώρα που έφυγε να μπορέσουν οι φίλοι του να μιλήσουν ελεύθερα και πιο φωναχτά, όχι μόνο για τη σημασία της δουλειάς του, αλλά και γι' αυτόν τον ίδιο· την προσωπικότητά του, τον τρόπο που έζησε και τον τρόπο που εργάστηκε. Αυτή νομίζω είναι η πιο σημαντική κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο Γιώργος Μερτίκας ως εκπροσώπος της συκοφαντημένης γενιάς του.
_______****_______
ΤΟ ΕΡΜΑ
Ο Γιώργος Μερτίκας που εφυγε χθες, είναι ο νεαρός με το ζιβάγκο στο Πολυτεχνείο
Το έρμα μας είναι ό,τι βαραίνει στη συνείδηση, ό,τι της προσδίδει ουσία και υλικό. Δίχως αυτό δεν έχουμε επίγνωση του τι λέμε και τι κάνουμε, είμαστε έρμαια καταστάσεων στις οποίες αφηνόμαστε ηδονικά μια και τούτες κεντρίζουν τα αισθητήρια όργανα προσφέροντας ικανοποίηση και αφήνοντάς μας συνάμα ανικανοποίητους στο διηνεκές.
Το έρμα μας σε μιαν άλλη προοπτική είναι ό,τι πρόθυμα πετάξαμε άρον-άρον στη θάλασσα, ξαλαφρώνοντας, κι έτσι ταξιδεύουμε δίχως ρότα, χωρίς βάρος στη συνείδηση, κατά που φυσάει ο άνεμος των μεταμοντέρνων καιρών.
Το έρμα μας είναι ο πρώτος πλους της νεότητας μέσα στον κόσμο. Η εμπειρία που μαζέψαμε παρακούγοντας τις ώριμες συμβουλές των μεγάλων καθώς επαναλάμβαναν μονότονα το μάθημα της προσαρμογής και της σωφροσύνης: «Θα μεγαλώσεις και συ και θα δεις πως έχω δίκιο». Και πράγματι· καθώς μεγαλώναμε κι απομακρυνόμασταν από τις εμπειρίες της νιότης γινόμασταν όλο και πιο πειθήνιοι, πιο προσγειωμένοι αφού αναγνωρίζαμε πως η επιβίωση δεν απαιτεί συνείδηση μα φυσική προσαρμογή. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη φύση και τους νόμους της» είναι το μάθημα της ψευδο-επιστήμης στην κοινωνική-ιδεολογική της εκδοχή κι αυτό απηχεί την προαιώνια διδασκαλία της υποταγής που ερχόταν στ’ αυτιά μας απ’ το στόμα των μεγάλων: «Συ θ’ αλλάξεις τον κόσμο; Δεν βλέπεις τι παθαίνουν όσοι δεν ακούνε τις συμβουλές των μεγάλων;»
Κάπως έτσι έρχονται ακόμη στ’ αυτιά μου οι συμβουλές των ώριμων λίγο πριν, λίγο μετά τον Νοέμβρη του 73. Όταν με τον συμμαθητή μου Διομήδη Κομνηνό, αφήσαμε με την καρδιά μας μπιλιάρδα και σκιρτήματα του νου για να βρεθούμε στο Πολυτεχνείο.