*Θεόδωρος Παντούλας 20.07.2025 Καθημερινή
Eνας φίλος λέει ότι «ο ξένος που μας χτυπάει την πόρτα μπορεί να είναι ο Χριστός».Το επιχείρημα είναι ακαταγώνιστο υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να πιστεύεις στον Χριστό. Η δεύτερη, να είσαι διατεθειμένος να στριμωχτείς. Δεν ξέρω ποια από τις δύο ξεβολεύει περισσότερο. Η πρώτη σού αλλάζει τη ζωή, η δεύτερη σε στενεύει.
Και το στένεμα αυτό, που είναι, θαρρώ, απότοκο της πρώτης προϋπόθεσης, απαιτεί όχι απλώς να δεξιωθείς έναν παροδίτη, αλλά να δεξιωθείς όποιον παροδίτη κρούει τη θύρα σου. Κι αν σου την κρούουν όλης της γης οι αναγκεμένοι, θα πρέπει να αποφασίσεις πόσοι χωράνε στο σπίτι και στους πόσους ξεσπιτώνεσαι επειδή δεν χωράς εσύ.
Σταματώ εδώ, γνωρίζοντας ελάχιστα πρόσωπα που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες συνανθρώπων μας. Γνωρίζω όμως καμπόσα που παραβλέπουν ότι στην κακογερασμένη ήπειρό μας δεν είμαστε εξαίρεση, αλλά ακόμη ένα έθνος που σβήνει. Την προηγούμενη χρονιά (2024) ο αριθμός θανάτων των Ελλήνων ήταν υπερδιπλάσιος από αυτόν των γεννήσεων.
«Κανένα πρόβλημα», μας καθησυχάζουν όσοι γνωρίζουν πράγματα που οι υπόλοιποι αγνοούμε. Θα κάνουμε, λένε, εισαγωγή νταβραντισμένων Αφροασιατών, διότι στα μέρη τους έχουν πληθυσμιακό πλεόνασμα. Κι επιπλέον, δευτερώνουν οι γνωρίζοντες, θα είναι και βασταγεροί, ακριβώς όπως τους θέλουμε: θα μαζεύουν τις σοδειές μας, θα ξεβρωμίζουν τα σπίτια μας και θα γηροκομούν τα γονικά μας. Κι εντέλει, θα σώσουν και το «ασφαλιστικό» και θα έχουμε όλοι μας καλά στερνά και μπόλικα ευρά!
Σοβαρά τώρα; Αυτό λογίζεται «μια κάποια λύσις»; Να στηρίξουμε τη μακροημέρευσή μας στον πόνο των άλλων; Κι όμως, αυτή την παλιανθρωπιά την ακούμε όλο και συχνότερα και την κουβεντιάζουμε πλέον χωρίς να ντρεπόμαστε, χωρίς να μας προσβάλλει η χυδαιότητα που εκδέχεται τους αδύναμους σαν εμπορεύματα που μετακινούνται όπου υπάρχει ζήτηση. Αλλέως ειπείν, όχι μόνο συνηθίσαμε ή μοιάσαμε στο τέρας, αλλά γίναμε όμοιοί του!







