Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Οι τελευταίοι: Οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια και τις γιορτές ~ Τάσος Λειβαδίτης (ανάλυση και video ηχογραφημένη ποιητική συλλογή)




Ήταν 30 Οκτωβρίου του 1988 όταν έφυγε ο ποιητής της ανθρωπιάς και της επανάστασης, ο πιο ερωτικός και πολυτραγουδισμένος ποιητής, Τάσος Λειβαδίτης. Μια μεγάλη φυσιογνωμία στον χώρο των γραμμάτων.... και… επειδή είναι και αγαπημένος μας, ιδού ένα βαθύτατα πολιτικό ποίημά του.

♦ Οι τελευταίοι: 

Οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια και τις γιορτές ~ 

Τάσος Λειβαδίτης (ανάλυση και video ηχογραφημένη ποιητική συλλογή)  ►


Όλο το αφιέρωμα στο σύνδεσμο:

Τάσος Λειβαδίτης! (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988)



Πόση ιδεολογία (αλλά και πολιτική σοφία) κατάφερε να συμπυκνώσει μέσα σε 7 μόνο λέξεις o μπαγάσας ο  Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης!
 (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988)

Καλημέρα μοιράζομαι

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, «Το πατρικό σπίτι»



Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. «Θεέ μου, το πατρικό μου σπίτι!» ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μου άνοιξε η ίδια η μητέρα μου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαμένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό μύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του μύλου με τέτοια σοβαρότητα που μου ’ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ημερολόγιο, που όπως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ημερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασμένα φύλλα του «γιατί, μητέρα», της λέω – «κι όμως μ’ αγαπούσατε». Τότε είδα τον αδελφό μου, που είχε πεθάνει κι αυτός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κοιμόταν ακόμα στο σπίτι, ο πατέρας, μάλιστα, ήταν τόσες οι ανάγκες μας που προσπαθούσε, αν και νεκρός κι εκείνος, να τον ξυπνήσει για να πάει να εργαστεί, «μα εργάζομαι αλλού, πατέρα» έλεγε ο αδελφός μου, τέλος πριν κατεβώ τη σκάλα πρόφτασα να δω μια γριά υπηρέτριά μας, απ’ τους παλιούς καιρούς, πεθαμένη κι εκείνη, να κλείνει βιαστικά τις κουρτίνες στα παράθυρα αυτού του μυστηριώδους σπιτιού που δεν ήξερα πού βρίσκεται, ούτε θα μάθαινα ποτέ…

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης


"Πόσοι δε χάθηκαν στην έρημο ή μες στο συνωστισμό, στη θάλασσα ή σε κάποια άκρη της γης κι άλλοι που χάθηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και δεν τους αναζήτησε κανείς.."

ΠΗΓΗ: Ομφαλος της γης
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Τάσος Λειβαδίτης...




Τάσος Λειβαδίτης..

» Τα μοναχικά βήματα «


Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;
Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’ τα χρόνια…

Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα…
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.

Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.

Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.

Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση… ποιοί είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.

Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.

Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου..

Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους… μείναμε στη μέση… η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.

Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;

Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…

Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε… μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή...

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Περιμένοντας το βράδυ (Τάσος Λειβαδίτης)


The artwork of Shamsia Hassani, first well-known female street artist from Afghanistan


Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά

κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα

κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο

ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες

στον καθρέφτη πρόσωπα

που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο

και ξανάρχονται επίμονα

σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο

το παρελθόν ένα αίνιγμα

η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.

Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος

άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι

οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό

οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο

κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε

όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θεέ μου, τι ηδονές

τι όνειρα,

ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά

ΠΗΓΗ:https://www.catisart.gr/perimenontas-to-vrady-tasos-leivaditis/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»

Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I)

«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»








Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.

Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.

 Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα.

 Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, «Αλλά τα βράδια»




Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης

Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης

Απόδοση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Γιώργος Μιχαλακόπουλος




Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, «Το πατρικό σπίτι»


Piet Mondrian @artistmondrian Farm near Duivendrecht


Τάσος Λειβαδίτης, «Το πατρικό σπίτι»


Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. «Θεέ μου, το πατρικό μου σπίτι!» ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μου άνοιξε η ίδια η μητέρα μου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαμένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό μύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του μύλου με τέτοια σοβαρότητα που μου ’ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ημερολόγιο, που όπως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ημερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασμένα φύλλα του «γιατί, μητέρα», της λέω – «κι όμως μ’ αγαπούσατε». 

Τότε είδα τον αδελφό μου, που είχε πεθάνει κι αυτός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κοιμόταν ακόμα στο σπίτι, ο πατέρας, μάλιστα, ήταν τόσες οι ανάγκες μας που προσπαθούσε, αν και νεκρός κι εκείνος, να τον ξυπνήσει για να πάει να εργαστεί, «μα εργάζομαι αλλού, πατέρα» έλεγε ο αδελφός μου, τέλος πριν κατεβώ τη σκάλα πρόφτασα να δω μια γριά υπηρέτριά μας, απ’ τους παλιούς καιρούς, πεθαμένη κι εκείνη, να κλείνει βιαστικά τις κουρτίνες στα παράθυρα αυτού του μυστηριώδους σπιτιού που δεν ήξερα πού βρίσκεται, ούτε θα μάθαινα ποτέ…

(Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990 / εκδ. Μετρονόμος, 2018)

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Τάσος Λειβαδίτης


Τάσος Λειβαδίτης (1922 – 1988)

Το βραδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. 
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους. 

Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα, αλλά εκείνη αρνείται. 

Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε, 
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
 και στη θέση της να ακουμπήσω,
 μια μικρή ανεμώνη.

Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, 
ονειρεύτηκα πολύ 
μια μικρή ανεμώνη. 
Έτσι ξέχασα να ζήσω. 

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

ΤΑΣΟΣ ΕΙΒΑΔΙΤΗΣ



Περιπλάνηση


Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε
κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα
μας έχουν ξεχάσει.

Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ**(Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου)

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Τάσος Λειβαδίτης -Τα Ελάχιστα-

Τάσος Λειβαδίτης



          -Τα Ελάχιστα-


Ποίηση ..

(Πρώτος τόμος

Χαρτόδετη έκδοση )

            1950-1966

Δεν είναι που έχασες τα πιο ωραία σου όνειρα.

Δεν είναι που φύγανε τα πιο ακριβά σου χρόνια.

Δεν είναι που είδες, όχι, τους τελευταίους σου φίλους

να σε προδίδουν ή να λιποταχτούν.

Ετούτη η τρύπα είναι φριχτή

στον τοίχο που με κόπο είχες σηκώσει , νύχτες άγρυπνος,

ρημάζοντας τα χέρια και τα χρόνια σου

στις πέτρες- τοίχο, για να σε κρύβει απ’ την αμείλιχτη

αδιαφορία του κενού.

Και τώρα μια μικρή τρύπα, σχεδόν αόρατη, απ’ όπου

μπαίνει αθόρυβα κι ανέκκλητα

όλο το ψύχος της μεγάλης ματαιότητας.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

«Τάσος Λειβαδίτης». Το νέο τεύχος της «Σύναξής» μας (αρ. 164)


Θανάσης Ν. Παπαθανασίου 

«Τάσος Λειβαδίτης». 

Το νέο τεύχος της «Σύναξής» μας (αρ. 164), με το οποίο μαζεύουμε τα κουπιά του 41ου έτους αδιάλειπτης κυκλοφορίας της, κι ανοίγουμε πανιά για το 42ο έτος.

Παραθέτω το ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ και στη συνέχεια τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
(το εξώφυλλο το κοσμεί έργο της Βάσως Γώγου Βάσω Γώγου

……………………………………………………………................................................

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο

Οσμή σπλαχνικότητας, οσμή ανάστασης κι οσμή περπατησιάς σε πεδία ανοιχτά που διψούν για βροχή… Όλα αυτά είναι συνειρμοί τους οποίους γεννά το όνομα ενός ανθρώπου. Όχι υπαινιγμός ότι το δόσιμο του ονόματος κουβαλά τάχα κάποιο αποκρυφιστικό νόημα. Είναι συνειρμοί που κάνουμε σήμερα στοχαστικά, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση ενός ποιητή που μας έχει χαρίσει πολλά: πολλές προσκλήσεις στα πολύτιμα, τα οποία θέλουν ψυχή βαθιά και στεναγμούς που σπαρταρούν πάνω στο χαρτί.

Ο ποιητής γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922, το βράδυ της Ανάστασης [1]. Και γι’ αυτό του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος – προφανώς σαν ευχή για όλα τα ελπιδοφόρα και ζωηφόρα που δηλώνει αυτή η καταπληκτική λέξη. Πήρε και δεύτερο βαφτιστικό όνομα: Παντελεήμων, άκρως σπλαχνικός δηλαδή. Και επώνυμο, Λειβαδίτης. To πέρασμά του από τη ζωή (ως τις 30 Οκτωβρίου εξηνταέξι χρόνια αργότερα) μπορεί να δέσει, στο νου του αναγνώστη του, το επώνυμο με την ψαλμική ουτοπία: «Θα κρίνει τούς φτωχούς τού λαού• και θα σώσει τούς γιους των πενήτων. […] Θα κατέβει σαν βροχή επάνω στο θερισμένο λιβάδι• σαν ρανίδες που σταλάζουν επάνω στη γη» [2].

Το τεύχος ετούτο ψηλαφεί κάποια από τα πολλά που μας έχει χαρίσει ο Τάσος Λειβαδίτης, ιχνηλατώντας ταυτόχρονα την προσωπική του πορεία. Δεν γίνεται να πιάσεις το ένα δίχως να πιάσεις και το άλλο! Προσπαθούμε λοιπόν να συλλογιστούμε –δίχως θριαμβολογίες και δίχως απολογητικούς πειρασμούς– το πάλεμά του με την χαρά και με την ενοχή, με το κοινωνικό κακό και με την χριστιανική πίστη, με την έξοδο στις ρύμες της πόλης και με την καταβύθιση στον σκοτεινιασμένο εαυτό. Μας ενδιαφέρει πολύ η βιωμένη του διαπλοκή δυο δρόμων που πολλοί τους νομίζουν ασύμπτωτους: της λαχτάρας για έναν κόσμο δίκαιο και της συνάντησης με τον Χριστό [3]. Δρόμοι κοπιώδεις αμφότεροι για τον Λειβαδίτη, ο οποίος την στροφή του στην πίστη την έκανε ηχηρή από τα μισά περίπου της ποιητικής διαδρομής του, φορτισμένος από την ματαίωση του πολιτικού του οράματος.  

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: Τάσος Λειβαδίτης



Γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988 μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

Ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά
πηγή: ET1, 

http://el.wikipedia.org/wiki/Τάσος_Λειβαδίτης

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Τάσος Λειβαδίτης


Κάθε βράδυ
κοιμάσαι μ' έναν θησαυρό:
αυτήν την πολυσήμαντη
αυριανή σου μέρα.
Τάσος Λειβαδίτης
..................................................
Το ζωγραφικό έργο
είναι του Ιβάν Αηβαζόφσκι

ΠΗΓΗ:Πρόσωπα
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Παραμονή Χριστουγέννων

 snip20131225_15

Παγωνιά στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας στεκόμαστε στη γραμμή όρθιοι κάποιος χνωτίζει τα νύχια του κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου δε μιλάει κρυώνει ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα κ’ εκείνο κρυώνει καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια μια μυρουδιά μπενζίνας οι πόρτες που ξανακλείνουνε ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά ένας – ένας ακούει τ’ όνομά του και βγαίνει αντίο, αντίο το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες κάποιος σηκώνει το χέρι του τίποτ’ άλλο το παιδί με τα σπυριά προχωράει στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες