Ό Ίβάν Πετρόβιτς Πανυχίντιν χλόμιασε, χαμήλωσε τη λάμπα και άρχισε να διηγείται με ταραγμένη φωνή:
— Βαθύ και αδιαπέραστο σκοτάδι σκέπαζε τα πάντα, όταν τη νύχτα, παραμονή Χριστούγεννα του 1883,
γύριζα σπίτι μου από κάποιο φίλο μου, πού έχει τώρα πεθάνει, όπου
είχαμε περάσει όλοι μαζί τη βραδιά σε μια πνευματιστική συγκέντρωση.
Τα δρομάκια απ’ όπου περνούσα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, ήταν θεοσκότεινα και αναγκαζόμουν να περνώ σχεδόν ψηλαφητά. Κατοικούσα στη Μόσχα, στη συνοικία Ουσπένινά-Μόγκιλτσαχ, στο σπίτι του δημοσίου υπαλλήλου Τρούπωφ, δηλαδή σε μια από τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες της περιφέρειας Αρμπάζ.
-‘Όπως πήγαινα, οι σκέψεις μου ήταν βαριές, θλιβερές…
-“Η ζωή σου πλησιάζει στη δύση της… μεταμελήσου…”. Αυτή ήταν ή φράση πού μου είπε ό μεγάλος φιλόσοφος Σπινόζα,
όταν κατορθώσαμε να φέρουμε το πνεύμα του. Παρακάλεσα να μου το
επαναλάβει στο πιατάκι τού πνευματισμού και όχι μόνο μου το επανάλαβε
αλλά και πρόστεσε: “Απόψε τη νύχτα”. Δεν
πιστεύω στον πνευματισμό αλλά η ιδέα τού θανάτου και η απλή ακόμα νύξη
για το θάνατο, μου φέρνουν βαριά μελαγχολία. Ό θάνατος, κύριοι, είναι
αναπόφευκτος, είναι κάτι το ανθρώπινο, όμως η ιδέα του θανάτου είναι
αποκρουστική για την ανθρώπινη φύση. Και τώρα πού με σκέπαζε το
αδιαπέραστο ψυχρό σκοτάδι και μπρος στα μάτια μου έπεφταν οι σταγόνες
της βροχής και κάτω από το κεφάλι μου παραπονιάρικα στέναζε ό άνεμος,
όταν δεν έβλεπα γύρω μου ζωντανή ψυχή, δεν άκουγα φωνή ανθρώπου, την
ψυχή μου την γέμιζε ένας ακαθόριστος και ανεξήγητος φόβος. “Αν και δεν
παραδέχομαι καμιά δεισιδαιμονία, ωστόσο περνούσα βιαστικός και φοβόμουν
νά κοιτάξω γύρω μου.
— Νόμιζα πώς αν γυρίσω και δω, θ’ αντικρίσω το φάντασμα τού θανάτου.
O Πανυχίντιν αναστέναξε ορμητικά, ήπιε λίγο νερό κι εξακολούθησε :
— Αυτός ο ακαθόριστος, αλλά ευνόητος
φόβος, εξακολουθούσε να με κατέχει όταν ανέβηκα στο τέταρτο πάτωμα,
άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο μου. H φτωχική μου κατοικία ήταν
σκοτεινή. Στο τζάκι μουρμούριζε o άνεμος λες και ζητούσε να μπει για να
ζεσταθεί.
— Αν πιστέψουμε λοιπόν το πνεύμα του
Σπινόζα — σκέφτηκα — απόψε κιόλας θα πεθάνω με το λυπητερό αυτό
ακομπανιαμέντο. Οπωσδήποτε μου είναι πολύ δυσάρεστο!”.
Αναψα ένα σπίρτο… Ή μανιασμένη ορμή του
άνεμου πέρασε πάνω από τη φλόγα. Το σιγανό κλάμα έγινε ένα άγριο
μούγκρισμα. Κάπου στα κάτω πατώματα, χτυπούσε ένα ξεχαρβαλωμένο
παραθυρόφυλλο. Άσχημο πράγμα να υπάρχουν άστεγοι μια τέτοια νύχτα…”,
σκέφτηκα.
Αλλά δεν ήτανε καιρός να βυθιστεί κανείς
σε τέτοιους συλλογισμούς. Όταν το σπίρτο μου πήρε φωτιά και άναψε μια
γαλάζια φλόγα από το θειάφι, έριξα μια ματιά μέσα στο δωμάτιο μου: το
θέαμα πού είδα ήταν απροσδόκητο και τρομερό… Τί κρίμα πού ή ορμή του
άνεμου δεν έφτασε μέχρι το σπίρτο μου! Τότε ίσως να μην έβλεπα τίποτα
και να μη σηκώνονταν οι τρίχες μου… Φώναξα, έκανα ένα βήμα προς την
πόρτα και γεμάτος τρόμο, απόγνωση και κατάπληξη έκλεισα τα μάτια μου…
Στη μέση του δωματίου έστεκε ένα φέρετρο!
Το γαλάζιο φως του σπίρτου δεν κράτησε
και πολύ… Είδα να λαμποκοπά κάτι το τριανταφυλλί, είδα ένα μαύρο σταυρό
στο σκέπασμα. Υπάρχουν πράγματα, κύριοι, πού εντυπώνονται στη μνήμη σας,
αδιάφορο αν τα είδατε έστω και μια στιγμή… Το ίδιο έγινε και με αυτό το
φέρετρο. Το είδα μόνο ένα δευτερόλεπτο, άλλα θυμάμαι και την
παραμικρότερή του λεπτομέρεια. Ήταν ενα φέρετρο για άνθρωπο μεσαίου
αναστήματος και αν κρίνουμε από το τριανταφυλλί χρώμα ήταν για νεαρή
κοπέλα… Τα περιποιημένα και γυαλισμένα πόδια και χερούλια τού φέρετρου
έδειχναν ότι πρόκειται για πλούσιο νεκρό.