Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΕΧΩΦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΕΧΩΦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Α. Τσέχοφ – Η τρομερή νύχτα




Ό Ίβάν Πετρόβιτς Πανυχίντιν χλόμιασε, χαμήλωσε τη λάμπα και άρχισε να διηγείται με ταραγμένη φωνή:
— Βαθύ και αδιαπέραστο σκοτάδι σκέπαζε τα πάντα, όταν τη νύχτα, παραμονή Χριστούγεννα του 1883, γύριζα σπίτι μου από κάποιο φίλο μου, πού έχει τώρα πεθάνει, όπου είχαμε περάσει όλοι μαζί τη βραδιά σε μια πνευματιστική συγκέντρωση.

Τα δρομάκια απ’ όπου περνούσα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, ήταν θεοσκότεινα και αναγκαζόμουν να περνώ σχεδόν ψηλαφητά. Κατοικούσα στη Μόσχα, στη συνοικία Ουσπένινά-Μόγκιλτσαχ, στο σπίτι του δημοσίου υπαλλήλου Τρούπωφ, δηλαδή σε μια από τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες της περιφέρειας Αρμπάζ.

-‘Όπως πήγαινα, οι σκέψεις μου ήταν βαριές, θλιβερές…
-“Η ζωή σου πλησιάζει στη δύση της… μεταμελήσου…”. Αυτή ήταν ή φράση πού μου είπε ό μεγάλος φιλόσοφος Σπινόζα, όταν κατορθώσαμε να φέρουμε το πνεύμα του. Παρακάλεσα να μου το επαναλάβει στο πιατάκι τού πνευματισμού και όχι μόνο μου το επανάλαβε αλλά και πρόστεσε: “Απόψε τη νύχτα”. Δεν πιστεύω στον πνευματισμό αλλά η ιδέα τού θανάτου και η απλή ακόμα νύξη για το θάνατο, μου φέρνουν βαριά μελαγχολία. Ό θάνατος, κύριοι, είναι αναπόφευκτος, είναι κάτι το ανθρώπινο, όμως η ιδέα του θανάτου είναι αποκρουστική για την ανθρώπινη φύση. Και τώρα πού με σκέπαζε το αδιαπέραστο ψυχρό σκοτάδι και μπρος στα μάτια μου έπεφταν οι σταγόνες της βροχής και κάτω από το κεφάλι μου παραπονιάρικα στέναζε ό άνεμος, όταν δεν έβλεπα γύρω μου ζωντανή ψυχή, δεν άκουγα φωνή ανθρώπου, την ψυχή μου την γέμιζε ένας ακαθόριστος και ανεξήγητος φόβος. “Αν και δεν παραδέχομαι καμιά δεισιδαιμονία, ωστόσο περνούσα βιαστικός και φοβόμουν νά κοιτάξω γύρω μου.
— Νόμιζα πώς αν γυρίσω και δω, θ’ αντικρίσω το φάντασμα τού θανάτου.
O Πανυχίντιν αναστέναξε ορμητικά, ήπιε λίγο νερό κι εξακολούθησε :
— Αυτός ο ακαθόριστος, αλλά ευνόητος φόβος, εξακολουθούσε να με κατέχει όταν ανέβηκα στο τέταρτο πάτωμα, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο μου. H φτωχική μου κατοικία ήταν σκοτεινή. Στο τζάκι μουρμούριζε o άνεμος λες και ζητούσε να μπει για να ζεσταθεί.
— Αν πιστέψουμε λοιπόν το πνεύμα του Σπινόζα — σκέφτηκα — απόψε κιόλας θα πεθάνω με το λυπητερό αυτό ακομπανιαμέντο. Οπωσδήποτε μου είναι πολύ δυσάρεστο!”.
Αναψα ένα σπίρτο… Ή μανιασμένη ορμή του άνεμου πέρασε πάνω από τη φλόγα. Το σιγανό κλάμα έγινε ένα άγριο μούγκρισμα. Κάπου στα κάτω πατώματα, χτυπούσε ένα ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο. Άσχημο πράγμα να υπάρχουν άστεγοι μια τέτοια νύχτα…”, σκέφτηκα.
Αλλά δεν ήτανε καιρός να βυθιστεί κανείς σε τέτοιους συλλογισμούς. Όταν το σπίρτο μου πήρε φωτιά και άναψε μια γαλάζια φλόγα από το θειάφι, έριξα μια ματιά μέσα στο δωμάτιο μου: το θέαμα πού είδα ήταν απροσδόκητο και τρομερό… Τί κρίμα πού ή ορμή του άνεμου δεν έφτασε μέχρι το σπίρτο μου! Τότε ίσως να μην έβλεπα τίποτα και να μη σηκώνονταν οι τρίχες μου… Φώναξα, έκανα ένα βήμα προς την πόρτα και γεμάτος τρόμο, απόγνωση και κατάπληξη έκλεισα τα μάτια μου… Στη μέση του δωματίου έστεκε ένα φέρετρο!
Το γαλάζιο φως του σπίρτου δεν κράτησε και πολύ… Είδα να λαμποκοπά κάτι το τριανταφυλλί, είδα ένα μαύρο σταυρό στο σκέπασμα. Υπάρχουν πράγματα, κύριοι, πού εντυπώνονται στη μνήμη σας, αδιάφορο αν τα είδατε έστω και μια στιγμή… Το ίδιο έγινε και με αυτό το φέρετρο. Το είδα μόνο ένα δευτερόλεπτο, άλλα θυμάμαι και την παραμικρότερή του λεπτομέρεια. Ήταν ενα φέρετρο για άνθρωπο μεσαίου αναστήματος και αν κρίνουμε από το τριανταφυλλί χρώμα ήταν για νεαρή κοπέλα… Τα περιποιημένα και γυαλισμένα πόδια και χερούλια τού φέρετρου έδειχναν ότι πρόκειται για πλούσιο νεκρό.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Τσέχοφ ο είρων. Το τραγικό και το γελοίο στον Γλάρο

«Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο σε μια πόλη είναι το νεκροταφείο και το τσίρκο»
Α. Π. ΤΣΕΧΩΦ
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
«Σκεφθείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο… Είναι κωμωδία κι έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα», έγραφε, στις 21.10.1895, στον φίλο του Σουβόριν, ο Τσέχοφ. Το μελλογέννητο έργο ήταν ο Γλάρος, το πρώτο από τη μεγάλη σκηνική τετραλογία του.
Όσοι έχουν παγιωμένη την αντίληψη πως τα έργα του Αντόν Παύλοβιτς είναι «καταθλιπτικά δράματα» θα απορούν βέβαια με τον χαρακτηρισμό του Γλάρου ως κωμωδίας. Πολύ περισσότερο, όμως, απορούσε ο ίδιος ο δημιουργός του όταν έβλεπε τις παραστάσεις τους από το ονομαστό Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ Ο ΓΛΑΡΟΣ Απόδοση, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς. Φωτογραφίες από την παράσταση. (7.11.2017) Πηγή: www.lifo.gr
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ Ο ΓΛΑΡΟΣ Απόδοση, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς. Φωτογραφίες από την παράσταση. (7.11.2017) Πηγή: www.lifo.gr
«Λέτε», θα πει στον συγγραφέα Α. Σερεμπρόφ-Τίχονοφ, το 1902, «πως κλάψατε στα έργα μου. Και δεν είστε ο μόνος… Εγώ όμως δεν τα έγραψα γι αυτό, ο Στανισλάβσκι τα έκανε έτσι κλαψιάρικα. Εγώ ήθελα κάτι άλλο… Ήθελα μόνο να πω τίμια στους ανθρώπους: «Κοιταχτείτε, κοιτάξτε πόσο άσκημα και πληκτικά ζείτε όλοι σας!» Το βασικό είναι να το καταλάβουν αυτό οι άνθρωποι, κι όταν το καταλάβουν, οπωσδήποτε θα δημιουργήσουν μια άλλη, καλύτερη ζωή γι αυτούς…».
Κι αργότερα (10.4.1904, τρεις μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του) θα γράψει στη γυναίκα του, ηθοποιό Όλγα Κνίπερ: «Γιατί το έργο μου (τον Βυσσινόκηπο) το λένε με τόση επιμονή δράμα στις αφίσες και τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων; Ο Ντάντσενκο κι ο Στανισλάβσκι (οι δημιουργοί του Θεάτρου Τέχνης) δεν κατάλαβαν καθόλου τι έγραψα και μπορώ να δώσω τον λόγο μου πως κανένας απ’ τους δυο τους δε διάβασε με προσοχή το έργο μου…».
Πώς «δεν το κατάλαβαν», όμως, οι άνθρωποι ίσα-ίσα που με τις παραστάσεις τους θεμελίωσαν την παγκόσμια δόξα του Τσέχοφ (και του θεάτρου τους);
Η «παρεξήγηση» αυτή -και η δόξα που την ακολούθησε είναι ένα ακόμα από τα ειρωνικά παράδοξα του θεάτρου και της λογοτεχνίας γενικότερα. Ο ίδιος ο Στανισλάβσκι θα ομολογήσει στα Απομνημονεύματά του:
«.. .Εκείνο που τον εξέπληττε περισσότερο (τον Τσέχοφ) και που δεν μπορούσε να αποδεχθεί μέχρι τον θάνατό τον είναι ότι τα έργα τον αποτελούν καταθλιπτικά δράματα της ρώσικης ζωής. Ήταν ειλικρινά πεπεισμένος ότι πρόκειται για εύθυμες κωμωδίες, σχεδόν κωμειδύλλια. Δεν θυμάμαι να υπερασπίστηκε κάποια άλλη γνώμη με τόσο πάθος όσο αυτήν στη συνεδρίαση, όπου πρωτοάκουσε μια τέτοια γνώμη για το έργο του».

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Η επιστροφή του βυσσινόκηπου

Ο Αντόν Τσέχωφ είναι μία από τις σημαντικότερες αναφορές στην παγκόσμια θεατρική δραματουργία. Για αυτό εξάλλου τα έργα του επανέρχονται, ξανά και ξανά, στις θεατρικές σκηνές της υφηλίου. Τα έργα του αποτελούν ηθογραφία της αριστοκρατικής κυρίως τάξης στην προεπαναστατική Ρωσία. Η εμβριθής ματιά του διεισδύει στα πάθη και στις αντιφάσεις που την διαπερνούν κατορθώνοντας έτσι να ξεπεράσει το απλό και περιγραφικό επίπεδο και να εισέλθει σε ένα άλλο, αυτό της υπόγειας κριτικής. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να πούμε ότι το έργο του είναι προφητικό, μιας και ουσιαστικά προαναγγέλλει τον άνεμο της αλλαγής που έμελλε να σαρώσει την τσαρική Ρωσία τις σημαδιακές χρονιές του 1905 και του 1917. Άνθρωπος ανοιχτών οριζόντων όσο και προοδευτικός, δεν δίστασε να διαφωνήσει με το πνευματικό κατεστημένο της χώρας του. Η παραίτησή του το 1902, από την Ακαδημία των Τεχνών για τη μη αποδοχή εκ μέρους της του Μαξίμ Γκόργκι στους κόλπους της, ήταν μια τέτοια έκφραση διαφωνίας. Λίγο πριν τον θάνατό του, το 1904, θα γράψει το τελευταίο του έργο, τον γνωστό πλέον «Βυσσινόκηπο».

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Άντον Τσέχωφ – Μυστηριώδης φύση


ΣΕ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ της πρώτης θέσης. Πάνω στον καναπέ, ντυμένο με βελούδο μωβ, κάθεται μισοπλαγιασμένη μια νόστιμη νεαρή κυρία. Ένα κροσσωτό ριπίδι τρίζει το χέρι της που το κρατά σφιχτά, σπασμωδικά και τα ματογυάλια της πέφτουν όλο τον καιρό από την χαριτωμένη μυτούλα της. Μια καρφίτσα στο στήθος της μι ανεβαίνει και μια κατεβαίνει, σωστή βαρκούλα μέσα στα κύματα. Είναι ταραγμένη…
Αντίκρυ της κάθεται ο διοικητικός υπάλληλος της εμπιστευτικής υπηρεσίας, νεαρός αρχάριος συγγραφέας, που δημοσιεύει στις επαρχιακές εφημερίδες μικρά διηγήματα, ή όπως ο ίδιος τις λέει, «νουβέλες από τη ζωή της ανώτερης κοινωνίας…» Την κοιτάζει στο πρόσωπο, την κοιτάζει κατάματα με ύφος ανθρώπου που καταλαβαίνει. Την παρατηρεί, μελετά, συλλαμβάνει την εκκεντρική, μυστηριώδη αυτή φύση, την κατανοεί… Την ψυχή της και όλη της την ψυχολογία την έχει μπροστά του σαν μέσα στην παλάμη του.
-Ω, σας κατανοώ! λέει ο διοικητικός υπάλληλος φιλώντας το χέρι της κοντά στο βραχιόλι. Η λεπτή ευαίσθητη ψυχή σας ζητά διέξοδο από το λαβύρινθο… Μάλιστα! Πάλη τρομερή, τερατώδης, αλλά… μη χάνετε το θάρρος σας! Θα νικήσετε στο τέλος! Μάλιστα!
-Περιγράψτε με, Βολδεμάρ! λέει η νεαρή κυρία, χαμογελώντας μελαγχολικά. Είναι τόσο γεμάτη η ζωή μου, τόσο ποικιλόμορφη, με τόσες αποχρώσεις… Αλλά το κυριότερο… είμαι τυραννισμένη, σαν τις ηρωίδες του Ντοστογιέφσκυ… Δείξε στον κόσμο την ψυχή μου, Βολδεμάρ, δείξε την καημένη την ψυχή μου! Εσείς είστε ψυχολόγος. Δεν πέρασε ακόμη μια ώρα που καθόμαστε μέσα στο διαμέρισμα και μιλάμε και ήδη με νιώσατε πολύ!
-Μιλάτε! Σας ικετεύω, μιλάτε!