Τα ηλικιωμένα ζευγάρια πηγαίνουν για μπάνιο νωρίς το πρωί. Ανοίγουν τα πτυσσόμενα καρεκλάκια τους σε κάποιον βραχώδη κολπίσκο μακριά από το οργανωμένο κομμάτι της παραλίας με τις ξαπλώστρες και τα μπιτς μπαρ· μακριά από τις «πολλές κινήσεις κι ομιλίες».
Απλώνουν πάνω στα βράχια πετσέτες με πολύχρωμους αστερίες, κοχύλια και άγκυρες. Φορούν πλατύγυρα, ψάθινα καπέλα. Πριν από το κολύμπι, εκείνη θα βάλει απαραιτήτως πλαστικό σκουφάκι, για να μη βραχούν τα μαλλιά της. Συνήθως είναι λευκό ή γαλάζιο ή κίτρινο, με μεγάλες, ανάγλυφες μαργαρίτες. Ολο και κάποια ατίθαση λευκή τούφα θα μείνει εκτός. Εκείνος θα τη δει και θα τη σπρώξει τρυφερά κάτω από το σκουφάκι.
Μπαίνουν στη θάλασσα με μικρά, προσεκτικά βήματα, πιασμένοι από το χέρι. «Πρόσεχε, είναι ένας αχινός εκεί», μπορεί να της πει εκείνος. Μετά κολυμπούν για ώρα. Αλλοτε δίπλα δίπλα, άλλοτε χωριστά. Πιάνουν κουβέντα με άλλους ηλικιωμένους λουόμενους, πηγαδάκια στήνονται μέσα στο νερό. Συζητούν για την πολιτική και την οικονομία, για την καλλιτεχνική και την αθλητική επικαιρότητα, για τα παιδιά και, κυρίως, για τα εγγόνια τους.
Όταν βγαίνουν από το νερό, η γυναίκα θα τυλίξει την πετσέτα της γύρω από το στήθος της και θα βγάλει το μαγιό της, για να φορέσει στεγνό. Μετά θα αλείψει το πρόσωπο, τα μπράτσα και τα πόδια της με αντηλιακό. Ο άνδρας θα ξεφυλλίσει κάποιο περιοδικό. Ή θα φάει κεράσια ή βερίκοκα από το τάπερ που έχουν μαζί τους. Ή θα μιλήσει στο κινητό με κάποιον φίλο του. Ή θα λαγοκοιμηθεί για λίγο.
Τα ηλικιωμένα ζευγάρια δεν μιλούν πολύ. Δεν είναι κακό, κάθε άλλο. Στη σφαίρα της τόσο βαθιάς βιωμένης οικειότητας –όταν μια συμβίωση μετράει 30, 40, 50 χρόνια ή και περισσότερα και είναι αρμονική, όταν έχουν λειανθεί οι γωνίες της νιότης– η σιωπή είναι κατάκτηση και χαρά.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να μιλήσουν.