Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε ένας γέρος τσαγκάρης. Το όνομά του ήταν Πανώφ. Ο μπαρμπα-Πανώφ δεν ήταν πλούσιος. Όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι του. Δεν είχε πια κανένα κοντά του...
Είναι βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Ο μοναχικός ηλικιωμένος τσαγκάρης, μπαρμπα-Πανώφ, κατεβάζει από το ψηλό ράφι το παλιό καφέ βιβλίο, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα του και αρχίζει να διαβάζει...
Διαβάζει από το βιβλίο την ιστορία της γέννησης του Χριστού, την ιστορία δηλαδή των Χριστουγέννων. Καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του...
Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ, τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό!
Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει.
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν. Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια.
Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει!
Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του!
Με την επιθυμία, λοιπόν, να τον επισκεπτόταν ο Χριστός και να του έδινε το δώρο του, ο μπαρμπα-Πανώφ αποκοιμήθηκε...
Ακούει τότε τον Χριστό να του λέει: «Μπαρμπα-Πανώφ, έχεις την επιθυμία να με δεις, να έλθω στο μαγαζάκι σου και να μου προσφέρεις κάποιο δώρο. Αύριο, λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κοιτάζεις έξω στον δρόμο και θα με δεις να έρχομαι. Πρόσεξε να με αναγνωρίσεις!»