του Χρήστου Ρέππα,
Αναδημοσίευση από το περιοδικό
Σελιδοδείκτης – τεύχος 15.Η ανάδυση μιας νέας μορφής εξετάσεων υψηλών απαιτήσεων συνδεδεμένων με άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά μετάλλαξης του δημόσιου σχολείου σε μια καινούργια μορφή, το επιχειρηματικό σχολείο, είναι από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης/νεοσυντηρητικής πολιτικής και της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης των εκπαιδευτικών συστημάτων.
1 Η νέα αυτή μορφή εξετάσεων είναι επενδυμένη ιδεολογικά με μια σειρά απόψεις, όπως η αυστηροποίηση της επιλογής στο εκπαιδευτικό σύστημα, η ενίσχυση της πειθαρχίας, η εισαγωγή επιχειρηματικών μοντέλων στη διοίκηση της εκπαίδευσης (νέο δημόσιο management), η κυριαρχία της δεξιότητας και της πληροφορίας πάνω στη γνώση στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η ένταση της κοινωνικής επιλογής και του ταξικού ξεδιαλέγματος του μαθητικού πληθυσμού από τα πρώιμα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η κυριαρχία της κατάρτισης έναντι της πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ο ανταγωνισμός, η αυτονομία της σχολικής μονάδας και η διαμόρφωση μιας εκπαιδευτικής αγοράς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, μέσα από την ύπαρξη κριτηρίων αξιολόγησης σχολείων, μαθητών, εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικών συστημάτων ως μηχανισμό για τη σύγκριση και την ιεραρχική κατάταξή τους.
Οι εξετάσεις αυτές θεσμοθετούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε χώρες που πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή των αρχών του νεοφιλελευθερισμού στην εκπαίδευση, όπως η Μ. Βρετανία και η Ουαλία και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στις ΗΠΑ με την πολιτική «No Child Left Behind» (2002) Ήδη από το 1985 η κυβέρνηση του R. Reagan δρομολογεί την έκθεση «Ένα έθνος σε κίνδυνο, η επιτακτική ανάγκη για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» από την Εθνική Επιτροπή Αριστείας στην Εκπαίδευση, με την οποία επιχειρεί την αλλαγή του προσανατολισμού της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπως αυτός είχε διαμορφωθεί με τον νόμο του 1965, θεωρώντας ότι το αμερικανικό σχολείο έχει διαβρωθεί από τη μετριότητα και ότι πλέον συνέβαινε το αδιανόητο για μια γενιά πριν -άλλοι να φτάνουν και να ξεπερνούν τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα της χώρας.
2 Με όρους ψυχροπολεμικής ορολογίας, «όπως πράξη κήρυξης πολέμου», αν η μετριότητα των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων επιβάλλονταν από μια φιλική ξένη δύναμη και «μονόπλευρος εκπαιδευτικός αφοπλισμός» θεωρεί ότι η κατάσταση στην αμερικανική δημόσια εκπαίδευση αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια της χώρας και καταφέρνει να στιγματίσει κάθε διαφορετική από την άποψή της ως αντιπατριωτική.
3 Η έκθεση πρότεινε την αύξηση των απαιτήσεων για την αποφοίτηση και την εισαγωγή στα τετραετή κολέγια, πυροδότησε τη δημιουργία άλλων εκπαιδευτικών επιτροπών ανάλογης κατεύθυνσης στις περισσότερες Πολιτείες των ΗΠΑ και σε πολλές απ’ αυτές υιοθετήθηκαν μέτρα ανάλογου πνεύματος, και 43 Πολιτείες κατά τη δεκαετία του ‘90 υιοθέτησαν εξετάσεις πολιτειακού επιπέδου για παιδιά από 11 ετών.
4 Μέχρι τις αρχές του 2000 οι εξετάσεις πολιτειακού επιπέδου είχαν επεκταθεί στο σύνολο των πολιτειών των ΗΠΑ έκτος από μία, ενώ η έκθεση τροφοδότησε ιδεολογικά τη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Bush «Αμερική 2000» με την καθιέρωση διεθνών στάνταρντς για τα αμερικανικά σχολεία και την ψήφιση το 2002 του νόμου «No Child Left Behind», όπου οι εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων υπήρξαν το κεντρικό στοιχείο της μεταρρύθμισής του.
5Στη συνέχεια οι πολιτικές αυτές για το ζήτημα των εξετάσεων και της αξιολόγησης υιοθετήθηκαν από διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, ως ουσιαστική πλευρά των παρεμβάσεων του προς τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών-μελών τους.