Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Tο άλογο




στον Μιχάλη Γκανά

του Δημήτρη Κοσμόπουλου


Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιός ξέρει από ποιούς συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ’ αυτοκίνητα.

Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: «Θυμάσαι;»

Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.

Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.

Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο· την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ’ τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.

Aύριο, ίσως να το προλάβω.


ΣΦΥΡΙΓΜΑ

και τούτο του Γκανά

Μια μέρα του Γενάρη χαμηλή

ο ουρανός εφάνταζε χαλί

χάλκινο, στάχτινο, απλωμένο

σε χρόνο αλλοιώτικο και ξένο.

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Μικρό, πικρό, σημείωμα για τον Μιχάλη Γκανά



του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ


Φωτογραφία μου στα χέρια που θα πας
κοίταξε μη δακρύσεις…

Μητριά Πατρίδα

Πλημμύρισαν τα ΜΚΔ χτες από στίχους του Μιχάλη Γκανά, με το που μαθεύτηκε ο θάνατός του στα 80 του χρόνια. Ακούγονται λέξεις όπως: κορυφαίος, πρώτος, μεγαλύτερος των εν ζωή Ελλήνων ποιητών. Από ποιους; Μήπως από θεσμικούς παράγοντες, κρατικούς φορείς, ιδρύματα ή το λογοτεχνικό σινάφι; (Ο πρωθυπουργός ήταν απασχολημένος με τη σύνταξη επικήδειου μηνύματος για τον Βαρδή Βαρδινογιάννη).

Ποιοι λοιπόν εξυμνούν το έργο του Μιχάλη Γκανά; Μα το ευρύ, πλατύ κοινό που αγάπησε την ποίησή του και τους στίχους του, που τους τραγούδησε τόσες και τόσες φορές σε τόσες περιστάσεις, ξανά και ξανά· το μέγα πανελλήνιον.

Διαβάζω: «Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το Βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ίδρυμα Πέτρου Χάρη (Ακαδημίας Αθηνών) για το σύνολο του έργου του». Στην ίδια την Ακαδημία βέβαια (όπου υπέβαλε υποψηφιότητα ασφαλώς, όπως και όλοι οι άλλοι), δεν κρίθηκε άξιος να συμπεριληφθεί. Βγήκε τρίτος και καταϊδρωμένος. Μα μέχρι και τα ογδόντα χρόνια του, το ελληνικό κράτος δεν θέλησε να του επιδαψιλεύσει την τιμή του Ειδικού ή του Μεγάλου Βραβείου για το έργο του, την οποία κέρδισαν συγγραφείς πολύ ασημότεροί του. Έτι ζων, δεν ευτύχησε να δει τα αθρόα αφιερώματα των εκατοντάδων σελίδων με τα οποία τιμήθηκαν άλλοι συγκαιρινοί ομότεχνοί του από τον λογοτεχνικό κόσμο και το σινάφι. Δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν ογκώδεις μελέτες πανεπιστημιακών ούτε επιτιμοποιήθηκε από τις φιλοσοφικές σχολές μας. Παρ’ όλα αυτά, λογιάζεται ως μεγάλος ποιητής, μετά τον θάνατό του, απ’ το πλατύ, μεγάλο κοινό της πατρίδας. Ίσως κι η ίδια η πατρίδα να επαίρεται σε λίγο, τώρα πια μετά τον θάνατό του.

Παρ’ ότι η Μητριά Πατρίδα (1981, εκδ. “Κείμενα”) αναφέρεται στην Ουγγαρία (όπου έζησε ως παιδί μαζί με την οικογένειά του εξόριστοι μεταξύ ’48 και ’54), θαρρώ πως ακούγεται στ’ αυτιά μας και σαν ταιριαστή ονομασία της φυσικής του/μας πατρίδας ίσαμε σήμερα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον Νότο,
να ξέρω από πού φυσάει,
ούτε τη Δύση
σαν θεία να με νουθετήσει,
τα ’χω χαμένα
και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες στο κενό και τη θολούρα.

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον τρόπο,
να πω το ναι να προχωρήσω,
γιατί το όχι
έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο
και σ’ ένα ίσως επενδύω.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

O Μιχάλης Γκανάς για την ποίηση και την ζωή



Ο ποιητής μιλά για την τέχνη του και την ζωή του. Τη σειρά των συναντήσεων επιμελείται και συντονίζει ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος. 
Η συνάντηση έγινε στον χώρο βιβλίου και πολιτισμού Εν Πλω, στον κύκλο συζητήσεων με δημιουργούς (ποιητές, πεζογράφους, μουσικούς και ζωγράφους),  παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό με το έργο τους και την αντανάκλασή του στην καθημερινότητά μας.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς διαβάζει Μιχάλη Γκανά...




Μιχάλης Γκανάς διαβάζει Μιχάλη Γκανά...

 ...Aπο τη βιογραφία του στην κρατική τηλεόραση 




Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει Νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την Κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και Σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική Εταιρεία. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.α. Μετέφρασε τις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν και τους "Επτά επί Θήβας" του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών. 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Τα χέρια – Μιχάλης Γκανάς

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει…Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά…





Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Μιχάλης Γκανάς 


ΠΗΓΗ: http://www.katiousa.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

 

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία, από την ποιητική συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989

+ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά



*
Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.
~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.


Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο;

+ Μιχάλης Γκανάς

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.

Μιχάλης Γκανάς: Ποίηση και Ζωή




Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, μιλώντας στη λέσχη ανάγνωσης του Δήμου Ασπροπύργου τον Ιούνιο του 2018 αφηγείται ότι σφυρηλατήθηκε μέσα από τα βιώματά του, διατρέχει τις παιδικές του μνήμες και τις περιπέτειες της οικογένειάς του, μιλά ιδιαίτερα για τη σχέση με την μητέρα του όπως και τον δεσμό του με την γη της Ηπείρου, ενώ κατονομάζει τον πόνο αλλά και την αθανασία ως πηγές της έμπνευσής του.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020



Μιχάλης Γκανάς

Αφιερωμένο εξαιρετικά 


Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση
Με τον τρόπο της Κικής Δημουλά


Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού
- γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποια βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος τ' αμίλητο κρασί.
Άκου - τίποτε τόσο αμίλητο
Όσο το μιλημένο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πώς τα 'πε όλα τάχαμου
πώς τα 'βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τα 'βγαλε απλώς απ 'το μυαλό


Ο Μιχάλης Γκανάς το έγραψε για την Κική Δημουλά και, όπως εξηγεί, είναι σαν να της λέει: «Τι κάνουμε τώρα; Τα γράψαμε, και λοιπόν;».