Όταν ο Απολλιναίρ γράφει αυτήν τη φράση, αναφέρεται στην υπόθεση Ροζ Κελλέρ. Ας κάνουμε λοιπόν λίγο ιστορία:
στις 3 Απριλίου 1768, ο Σαντ πλησιάζει στον δρόμο μια ζητιάνα τριάντα έξι χρονών, την Ροζ Κελλέρ. Χήρα, άνεργη υφάντρα, φτωχιά, ζητιανεύει. Ο μαρκήσιος της προσφέρει ένα σημαντικό ποσό αν τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Εκείνη αρνείται. Τότε αυτός της απαντά ότι τον έχει παρεξηγήσει, και ότι θέλει απλώς να του καθαρίσει το σπίτι. Εκείνη δέχεται. Την ανεβάζει σε μια άμαξα και την οδηγεί σε μια εξοχική κατοικία.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο μαρκήσιος προσποιείται τον κοιμισμένο. Μόλις φτάνουν, την κλειδώνει σε ένα δωμάτιο. Μια ώρα αργότερα, επιστρέφει, την οδηγεί σε ένα άλλο δωμάτιο και της ζητάει να γδυθεί. Εκείνη αρνείται. Την απειλεί με θάνατο και της υπόσχεται ότι, αφού τη θανατώσει με τα χέρια του, θα τη θάψει στο βάθος του κήπου του. Ο Σαντ φεύγει από το δωμάτιο. Αυτή, τρομοκρατημένη, γδύνεται, αλλά κρατάει το εσώρουχό της. Ο Σαντ επιστρέφει και της αποσπά αυτό το μοναδικό ρούχο.
Στη συνέχεια την πετάει σε έναν καναπέ, μπρούμυτα, αφού της δέσει τα πόδια και τα χέρια. Την ακινητοποιεί πιέζοντας με ένα μαξιλάρι τον αυχένα της. Την μαστιγώνει με βία. Εκείνη φωνάζει. Αυτός επαναλαμβάνει τις απειλές του ότι θα την σκοτώσει και της λέει ότι δεν θα διστάσει να θάψει το λείψανό της στον κήπο. Αυτή συγκρατεί τις κραυγές της. Την χτυπά πέντε-έξι φορές, πότε με ραβδί και πότε με καμουτσίκι. Χαράζει τη σάρκα της με έναν σουγιά και, στη συνέχεια, για να επιτείνει τον πόνο, χύνει λιωμένο κερί στις αιμάσσουσες πληγές.
Αυτή φοβάται να πεθάνει αμαρτωλή και ζητάει να κοινωνήσει. Ο Σαντ την καθησυχάζει: θα την εξομολογήσει ο ίδιος... Έπειτα εκσπερματώνει βγάζοντας κραυγές ζώου. Κλειδώνει το θύμα του σε ένα άλλο δωμάτιο και της λέει ότι θα την ξανασυναντήσει το βράδυ. Αυτή φτιάχνει ένα σκοινί με τα σεντόνια και δραπετεύει από το παράθυρο...