Όταν τελειώσει ο αχός των βιασμών και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και έχει πάρει τον δρόμο της η δικαστική διερεύνηση των σεξουαλικών εγκλημάτων, θα πρέπει να τεθεί το πραγματικό ερώτημα. Ποιό είναι το πολιτισμικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εδράζεται η απόλαυση του κακού, ο ερωτισμός του σκότους; Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι μετά τον Μάη του ’68, όπως αναφέρει ο Μ. Ονφρέ στο βιβλίο του για τον ντε Σαντ, ένας τεράστιος αριθμός διανοουμένων της φιλελεύθερης δεξιάς και της αριστεράς υπέγραψαν ένα κείμενο για την νομιμοποίηση της παιδεραστίας, “θεωρώντας ότι το τέλος μιας ενοχοποιημένης σεξουαλικότητας νομιμοποιούσε μια σεξουαλικότητα χωρίς ηθική, όπως εκείνη που ο ενήλικας επιβάλλει στο παιδί που δεν έχει την δυνατότητα να συναινέσει”. Όπως σωστά επισημαίνει ο Ονφρέ τα ιουδαιοχριστιανικά άμφια, η θεώρηση του σώματος ως αμαρτωλή ύπαρξη, ορθώς κατέρρευσαν με τον Μάη του ΄68, αλλά μετά την απόρριψη του χριστιανικού ευνουχισμού δεν είχαμε μια αυθεντικά διυποκειμενική ελεύθερη σεξουαλικότητα, αλλά μια μηδενιστική χρήση της σάρκας, μια εγωιστική απόλαυση του άλλου. Αλλά και ο Έρικ Φρομ στην “Ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας” είχε επισημάνει ότι η αριστερά μετά τον Μάη του ’68, με προεξάρχοντα τον Μαρκούζε θεωρούσε ότι ο πολιτισμός είχε οικοδομηθεί πάνω στην καταστολή της λίμπιντο και αυτή πρέπει να αποδεσμευτεί ακόμα κι αν είναι σαδική και μαζοχιστική. Όλες οι επιθυμίες είναι αποδεκτές, η απόλαυση δεν έχει όρια, το μόνο όριό της είναι να προσφέρει στο εγωκεντρικό υποκείμενο απόλαυση. Κι όμως, αιώνες πριν ο Ηράκλειτος είχε επισημάνει “ανθρώποις γίνεται οκόσα θέλουσιν, ουκ άμεινον”, σε ελεύθερη μετάφραση, αν αφήσεις τους ανθρώπους να εκπληρώνουν ότι επιθυμούν αυτό θα είναι πάντα σε βάρος κάποιου άλλου. Θα πρόσθετα εγώ ότι το περίσιο χαλάει το ίσιο, διότι η έλλειψη ορίων, η συρρίκνωση του ατόμου σε νάρκισσο, οδηγεί αναπόφευκτα στην ενόρμηση του θανάτου.
Όταν ο Απολλιναίρ γράφει αυτήν τη φράση, αναφέρεται στην υπόθεση Ροζ Κελλέρ. Ας κάνουμε λοιπόν λίγο ιστορία:
στις 3 Απριλίου 1768, ο Σαντ πλησιάζει στον δρόμο μια ζητιάνα τριάντα έξι χρονών, την Ροζ Κελλέρ. Χήρα, άνεργη υφάντρα, φτωχιά, ζητιανεύει. Ο μαρκήσιος της προσφέρει ένα σημαντικό ποσό αν τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Εκείνη αρνείται. Τότε αυτός της απαντά ότι τον έχει παρεξηγήσει, και ότι θέλει απλώς να του καθαρίσει το σπίτι. Εκείνη δέχεται. Την ανεβάζει σε μια άμαξα και την οδηγεί σε μια εξοχική κατοικία.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο μαρκήσιος προσποιείται τον κοιμισμένο. Μόλις φτάνουν, την κλειδώνει σε ένα δωμάτιο. Μια ώρα αργότερα, επιστρέφει, την οδηγεί σε ένα άλλο δωμάτιο και της ζητάει να γδυθεί. Εκείνη αρνείται. Την απειλεί με θάνατο και της υπόσχεται ότι, αφού τη θανατώσει με τα χέρια του, θα τη θάψει στο βάθος του κήπου του. Ο Σαντ φεύγει από το δωμάτιο. Αυτή, τρομοκρατημένη, γδύνεται, αλλά κρατάει το εσώρουχό της. Ο Σαντ επιστρέφει και της αποσπά αυτό το μοναδικό ρούχο.
Στη συνέχεια την πετάει σε έναν καναπέ, μπρούμυτα, αφού της δέσει τα πόδια και τα χέρια. Την ακινητοποιεί πιέζοντας με ένα μαξιλάρι τον αυχένα της. Την μαστιγώνει με βία. Εκείνη φωνάζει. Αυτός επαναλαμβάνει τις απειλές του ότι θα την σκοτώσει και της λέει ότι δεν θα διστάσει να θάψει το λείψανό της στον κήπο. Αυτή συγκρατεί τις κραυγές της. Την χτυπά πέντε-έξι φορές, πότε με ραβδί και πότε με καμουτσίκι. Χαράζει τη σάρκα της με έναν σουγιά και, στη συνέχεια, για να επιτείνει τον πόνο, χύνει λιωμένο κερί στις αιμάσσουσες πληγές.
Αυτή φοβάται να πεθάνει αμαρτωλή και ζητάει να κοινωνήσει. Ο Σαντ την καθησυχάζει: θα την εξομολογήσει ο ίδιος... Έπειτα εκσπερματώνει βγάζοντας κραυγές ζώου. Κλειδώνει το θύμα του σε ένα άλλο δωμάτιο και της λέει ότι θα την ξανασυναντήσει το βράδυ. Αυτή φτιάχνει ένα σκοινί με τα σεντόνια και δραπετεύει από το παράθυρο...