Γράφει ο Αριστομένης Συγγελάκης
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, - εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο
Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» Γιάννης Ρίτσος[1]
Καθ’ όλη την ιστορία και σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου η νεολαία πρωτοπορεί στον αγώνα για ελευθερία. Τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα παιδιών και εφήβων από τη μνημειώδη Αντίσταση του ελληνικού λαού στη διάρκεια της Κατοχής επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση.
Στις 2 Μαΐου 1941, ο δεκαεπτάχρονος Μάθιος Πόταγας, μαθητής της Ε’ Γυμνασίου της Βαρβακείου, γράφει ιστορία ως εμπνευστής και πρωταγωνιστής μιας από τις πρώτες πράξεις Αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Όπως σημειώνει ο Μανώλης Γλέζος, που έφερε στο φως αυτή την σπάνια ιστορία θάρρους και αυτοθυσίας, αμέσως μετά την κατάληψη της Πάτρας στις 26 Απριλίου 1941 η μεραρχία «Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ» κινείται νότια με κατεύθυνση την Καλαμάτα. Λίγο έξω από τη Βυτίνα, στη γέφυρα Κουτρουμπή βρίσκει απέναντί της έναν ατρόμητο έφηβο που υψώσει το χέρι του φωνάζοντας: «Σταθείτε. Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος. Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί»[2]. Μόλις ο διερμηνέας μετέφρασε τα λόγια του αμούστακου νέου, ο διοικητής της επίλεκτης γερμανικής μονάδας εκτέλεσε εν ψυχρώ τον ηρωικό μαθητή. Διέταξε δε τους στρατιώτες του να πολτοποιήσουν το κεφάλι του Μάθιου Πόταγα με μία μεγάλη πέτρα, γιατί, κατά τη ναζιστική ιδεολογία αυτό το τέλος πρέπει να έχουν όσοι αντιστέκονται…
Η θυσία του Μάθιου Πόταγα ανάβει τη σπίθα της Αντίστασης
Η θυσία του Μάθιου Πόταγα δεν πήγε χαμένη[3]. Μαζί με άλλες αντιστασιακές πράξεις άναψε τη σπίθα της Αντίστασης στις καρδιές των Ελλήνων. Ακολουθεί ο παλλαϊκός ξεσηκωμός της Μάχης της Κρήτης, όπου πολλοί συνομήλικοι του Μάθιου Πόταγα όπως ο Ιωάννης Μαυραντωνάκης[4] και άλλοι έφηβοι και νέοι, μαζί με χιλιάδες άλλους Κρητικούς, συμμετείχαν στην σθεναρή άμυνα του κρητικού λαού εναντίον των επίλεκτων αλεξιπτωτιστών και ορεινών καταδρομέων της Βέρμαχτ. Όμως, παρά την ηρωική αντίσταση του κρητικού λαού, που ξάφνιασε τον υπερόπτη εισβολέα, η Κρήτη πέφτει και οι Γερμανοί πανηγυρίζουν για την πύρρειο νίκη τους.
Το βράδυ που πέφτει η Κρήτη, ο Λάκης Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος κατεβάζουν και σκίζουν την πολεμική σημαία του Γ’ Ράιχ με τον αγκυλωτό σταυρό, που μόλυνε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Αυτό ήταν! Η Ελλάδα παίρνει φωτιά: αντιστασιακές ομάδες κι οργανώσεις ξεπηδούν σε όλη την ελληνική επικράτεια και δίνουν το σύνθημα της καθολικής Αντίστασης σε όλη την Ευρώπη. Μία Αντίσταση, που δεν μπόρεσε να κάμψει ούτε η πείνα ούτε η κτηνώδης βία και η πέρα από κάθε λογική τρομοκρατία των κατακτητών.
Αδέλφια Βερβελάκη: η μεγάλη θυσία των μικρών ηρώων από τη Βιάννο.
Δύο χρόνια μετά, στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1943, βρισκόμαστε σε κρίσιμη καμπή του πολέμου: ο Μουσολίνι έχει ήδη ανατραπεί και η Ιταλία εγκαταλείπει τον Άξονα και περνά στην πλευρά των Συμμάχων. Ο λαός βράζει σε όλη την Ελλάδα, πραγματοποιούνται διαδηλώσεις σε πολλές περιοχές, Ιταλοί αξιωματικοί και στρατιώτες περνούν στην Αντίσταση. Το Γ’ Ράιχ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, η ηγεμονία του αμφισβητείται. Αποφασίζει να ολοκαυτώσει την επαρχία Βιάννου[5], αξιοποιώντας μία ευκαιρία που του παρέχεται, με στόχο να εμπεδώσει την κυριαρχία του στην Ελλάδα και να στείλει μήνυμα της ναζιστικής ισχύος σε όλο τον κόσμο.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μεγάλη γερμανική δύναμη εισέρχεται στα χωριά της επαρχίας Βιάννου. Παρά την τοπική εορτή και πατώντας το λόγο της στρατιωτικής τους τιμής και κάθε ανθρώπινη αξία ξεκινούν αμέσως μαζικές εκτελέσεις άμαχων πολιτών. Μια ομάδα Γερμανών φτάνει στη θέση Λυγιά του Αγίου Βασιλείου, στο Μετόχι της οικογένειας Βερβελάκη από το Κεφαλοβρύσι. Εκεί βρίσκονται τα τρία μικρότερα παιδιά της οικογένειας, η Ευαγγελία 8 ετών, η Μαρία 12 ετών και ο Στέλιος 15 ετών. Τα βασανίζουν άγρια, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις ξιφολόγχες τους για να αποκαλύψουν πού κρύβεται ο πατέρας τους. Όμως τα μικρά παιδιά δεν λυγίζουν. Αντιστέκονται με σπάνια γενναιότητα στην ασύλληπτη ναζιστική κτηνωδία. Η λαϊκή μούσα τραγουδά γλαφυρά τη θυσία των αδελφών Βερβελάκη[6]:
Τρία παιδιά σκοτώσανε εις το Κεφαλοβρύσι
η απονιά των Γερμανών είναι παρά τη φύση,
πως δεν εμαρτυρούσανε πού είναι ο μπαμπάς τους
τις σάρκες τους εκόβανε γουλιές με τα σπαθιά τους.
Οι αιμοβόροι Γερμανοί που δεν τα λυπηθήκαν,
κομμάτια κόβαν τα παιδιά, ώσπου νεκρά τ’ αφήκαν.