Πήρα να γράψω… βούρκωσα. Κι ο τόπος βουρκωμένος σήμερα… και βουβός, Μιχάλη μου!
Του Χρήστου Μποκόρου
____
Ένα όνειρο παλιό, γραμμένο.
Συνέχεια αναρωτιόμουνα τι ήθελα εγώ εκεί πέρα, δεν ήξερα κανέναν. Είμασταν, λέει, παραθεριστές κι επιστρέφαμε, παρέα μεγάλη, από μακρινό περίπατο, σούρουπο, βαδίζαμε σε μονοπάτι χωματένιο, χαμηλή βλάστηση γύρω, ρείκια, αφάνες, θρούμπη, δεσποινοβοτανάκια, ξερόχορτα, σκονισμένα όλα, καλοκαιρινά, ανεβοκατεβαίναμε λόφους, υψώματα ομοιόμορφα, προπορευόμουν, ο ήλιος έπεφτε, λιγόστευε και γλύκαινε το φως, σκοτείνιαζε σιγά σιγά και φάνηκε επιτέλους κάτω αριστερά μακριά ένας μικρός συνοικισμός, φώτα αναμμένα, κάτι σπιτάκια ανάμεσα σε κήπους, ήτανε λέει τα καταλύματα, ο προορισμός μας, μπορεί και να το λέγαν Σουμιτζού -ή Σουμιτζού να ‘ταν ο τόπος απ’ όπου επιστρέφαμε;
- δίπλα τους παραλία κι ανέδιναν μια πρόσκληση δροσιάς καθαριότητας και τάξης, ένιωθα ήδη κουρασμένος, χρειαζόμουν ένα μπάνιο χλιαρό ή έστω μια βουτιά στη θάλασσα, λόξεψα, κατευθυνόμουν προς τα ‘κει υπνωτισμένος, μεσ’ απ’ στους θάμνους πέρναγα, δεν είχε μονοπάτι κι άκουσα πίσω μου φωνές: που πας; μου λέγανε, από ‘κει δεν βγαίνει, έλα από δώ μαζί μας, κοίταξα πίσω κι είδα την παρέα πολύχρωμη, με κλαρωτά πουκάμισα και παρδαλά t-shirts, βερμούδες και σορτσάκια, σακκίδια στην πλάτη, καπελάκια, σκούρα γυαλιά, χρωματιστά μαντήλια και τιράντες, κανείς γνωστός, αλλόγλωσσοι απ’όλες τις φυλές του κόσμου, σκόρπιοι προχωρούσαν, κουβέντιαζαν, γελούσανε, χαρούμενοι κι ανέμελοι μου γνέφανε καλόβολα κάποιοι απ’ αυτούς να κάνω δεξιά σε μιαν ανηφορίτσα που ‘χε φιδίσιο μονοπάτι, το πήρα κι όλο ανέβαινα κοιτώντας που και που λοξά τον φωτεινό καταυλισμό που όλο απομακρυνόταν, άκουγα πίσω και τους άλλους αραιά ν’ ακολουθάνε, σκαρφάλωνα ώσπου σκοτείνιασε εντελώς, άρχισα πια ν’ ανησυχώ κι έπιασε να φυσσάει ένα αεράκι, όλο δυνάμωνε, σαν να έφερνε υγρασία βουνίσια, άκουγα πέτρες να κυλάνε και λιθάρια, έτρεμε κάτω απ΄ τα πόδια μου ο βράχος, γονάτισα να μη με πάρει ο αέρας που ερχόταν κι έφευγε, πότε υγρός, πότε ξερός, έφερνε κάτι ακατανόητες φωνές, μιαν αναστάτωση, έναν μικρό χαμό, κοίταξα πίσω, τίποτα, ούτε σπιτάκια ούτε φώτα πουθενά, οι άλλοι χαμένοι, γαντζώθηκα στο χώμα, στ’ αγριόχορτα, μπροστά γκρεμός, ήμουν στην άκρη του και κάτω χάος, πετρούλες ξεκολλούσαν, βροντολογούσανε και πέφταν στο κενό, κρατούσα με τα δάχτυλα σφιχτά το χώμα κι αυτό όλο γλύστραγε, μέναν οι χούφτες μου αδειανές, γδαρμένες, σκονισμένες, χώμα στα χείλια, σκόνη στη μύτη μου, παντού, να τη σκορπάει ο αέρας, η μυρωδιά της γης στα μάγουλα, στ’ αυτιά, στο δέρμα, στον λαιμό μου, κι ενώ φλετούραγε η ψυχή να φύγει, με πήρε μια ευωδιά, αγιόκλημα να ‘ταν, φούλι, γιασεμί, ή μήπως νυχτολούλουδο, ή λεμονανθοί;