του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Σήμερα η θρησκευτική πίστη αντιμετωπίζεται συνήθως ως ένα σύνολο πεποιθήσεων που νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ζωή μέσα από την επίκληση του υπερβατικού. Στον Δυτικό κόσμο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις γίνονται σεβαστές και αποδεκτές, στον βαθμό που δέχονται τη φιλελεύθερη αρχή της ανεκτικότητας και δεν επιχειρούν να επιβληθούν με πολιτικά μέσα. «Καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει», είναι η χαρακτηριστική φράση που εμφανίζεται στην αρχή και (συνηθέστερα) στο τέλος κάθε συζήτησης για το υπερφυσικό. Μάλιστα, κάθε δημόσια αναφορά στο υπερφυσικό, ακόμη και αν γίνεται από μη θρησκευτική σκοπιά, κατά κανόνα συνοδεύεται από την καθησυχαστική φράση που μόλις αναφέρθηκε, προκειμένου να μην εκληφθεί ως δείγμα απόπειρας προσηλυτισμού ή φονταμενταλισμού. Πραγματικά, η Δύση έχει πίσω της μια μακρά ιστορία θρησκευτικών πολέμων και έλλειψης θρησκευτικής ανεκτικότητας. Τα συμπεράσματα των επιστημόνων θεωρούνται σήμερα από τους περισσότερους αντικειμενικά κατοχυρωμένα, σε αντίθεση με τα θρησκευτικά δόγματα που γίνονται δεκτά, όπου και όταν γίνονται, με επιφυλάξεις. Ακόμη και η λέξη “δόγμα” κατά κανόνα ηχεί κακόηχα στα αυτιά μας, καθώς είναι συνειρμικά συνδεδεμένη με τον Μεσαίωνα, την παπική αυθεντία και την Ιερά Εξέταση. Σήμερα, η θρησκευτική πίστη διαθέτει όχι τον κοινωνικό χαρακτήρα που είχε άλλοτε αλλά έναν ψυχολογικό χαρακτήρα. Ωστόσο, υπάρχει και μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη θρησκεία. Υπάρχει μια προσέγγιση που υποστηρίζει ότι αντί να καταφεύγουμε στο θείο με σκοπό την ικανοποίηση των ψυχολογικών μας αναγκών, πρέπει αντίθετα να απαρνιόμαστε τις ανάγκες μας και να ακολουθούμε τον δρόμο της υποταγής και της ταπείνωσης. Είναι η στάση ζωής που συνθέτει τη ζωή ενός “ιππότη της πίστης”.
Αυτή την έννοια μεταχειρίζεται ο Δανός υπαρξιστής φιλόσοφος Søren Kierkegaard ως απάντηση στο ερώτημα τι σημαίνει να είναι κανείς πιστός στον Θεό. Σύμφωνα με την αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ύστερα από χρόνια ατεκνίας και πόνου, ο Αβραάμ δέχτηκε από τον Θεό μια μεγάλη ευλογία: να αποκτήσει έναν γιο, τον Ισαάκ. Ωστόσο, η ευτυχία του διεκόπη βίαια από το αίτημα του Θεού: ο Αβραάμ πρέπει να θυσιάσει το ίδιο του το παιδί στον βωμό της πίστης. Η θυσία του Αβραάμ είναι ένα μοναδικό γεγονός μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και ξεπερνά κάθε λογική και ηθική. Πρόκειται για αυτό που ο Κίρκεγκωρ ονομάζει «άλμα πίστης» για χάρη του Θεού που το ζητάει από τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια του άλματος, ο άνθρωπος δεν διαθέτει καμία αντικειμενική βεβαιότητα που να του εξασφαλίζει ότι θα τα καταφέρει. Το άλμα της πίστης είναι τόσο ακραία πράξη που απαιτεί την απόλυτη δέσμευση: το αποτέλεσμά του είναι είτε η σωτηρία είτε η καταστροφή. Δεν υπάρχει κανένα ενδιάμεσο στάδιο. Ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει τον Αβραάμ ως “ιππότη της πίστης”, ο οποίος έκανε μια θυσία που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν κατορθώσει. Ούτε καν οι τραγικοί ήρωες δεν είναι αντάξιοι του μεγαλείου του. Ενώ εκείνοι θυσιάζονται για το συλλογικό συμφέρον, θεωρούνται ηθικά πρότυπα και δοξάζονται, ο Αβραάμ βιώνει την απόλυτη μοναξιά, καθώς θεωρείται από όλους είτε παράλογος είτε κακός. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τον Αβραάμ. Πολύ περισσότερο, κανείς δε μπορεί να τον βγάλει από αυτή τη δύσκολη θέση του. Είναι αυτή η μοναξιά που δημιουργεί αγωνία στην ψυχή του, αφού βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου και πρέπει να πάρει μιαν απόφαση που θα είναι καθοριστική για τον ίδιο. Βιώνοντας την αγωνία, ο Πατριάρχης Αβραάμ συλλαμβάνει την ελευθερία του. Διαθέτει την ελευθερία να ρισκάρει να χάσει τα πάντα ή να τα κερδίσει. Η επιλογή του ήταν υπέρ της προσωπικής, υποκειμενικής αλήθειας υπεράνω της συλλογικής ηθικής. Όσο και αν ο σύγχρονος κόσμος, σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ, νομίζει πως βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο από αυτό του Αβραάμ, στην πραγματικότητα είναι εντελώς ανίκανος να συλλάβει το μεγαλείο του.