Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ «ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ»;

 του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Σήμερα η θρησκευτική πίστη αντιμετωπίζεται συνήθως ως ένα σύνολο πεποιθήσεων που νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ζωή μέσα από την επίκληση του υπερβατικού. Στον Δυτικό κόσμο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις γίνονται σεβαστές και αποδεκτές, στον βαθμό που δέχονται τη φιλελεύθερη αρχή της ανεκτικότητας και δεν επιχειρούν να επιβληθούν με πολιτικά μέσα. «Καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει», είναι η χαρακτηριστική φράση που εμφανίζεται στην αρχή και (συνηθέστερα) στο τέλος κάθε συζήτησης για το υπερφυσικό. Μάλιστα, κάθε δημόσια αναφορά στο υπερφυσικό, ακόμη και αν γίνεται από μη θρησκευτική σκοπιά, κατά κανόνα συνοδεύεται από την καθησυχαστική φράση που μόλις αναφέρθηκε, προκειμένου να μην εκληφθεί ως δείγμα απόπειρας προσηλυτισμού ή φονταμενταλισμού. Πραγματικά, η Δύση έχει πίσω της μια μακρά ιστορία θρησκευτικών πολέμων και έλλειψης θρησκευτικής ανεκτικότητας. Τα συμπεράσματα των επιστημόνων θεωρούνται σήμερα από τους περισσότερους αντικειμενικά κατοχυρωμένα, σε αντίθεση με τα θρησκευτικά δόγματα που γίνονται δεκτά, όπου και όταν γίνονται, με επιφυλάξεις. Ακόμη και η λέξη “δόγμα” κατά κανόνα ηχεί κακόηχα στα αυτιά μας, καθώς είναι συνειρμικά συνδεδεμένη με τον Μεσαίωνα, την παπική αυθεντία και την Ιερά Εξέταση. Σήμερα, η θρησκευτική πίστη διαθέτει όχι τον κοινωνικό χαρακτήρα που είχε άλλοτε αλλά έναν ψυχολογικό χαρακτήρα. Ωστόσο, υπάρχει και μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη θρησκεία. Υπάρχει μια προσέγγιση που υποστηρίζει ότι αντί να καταφεύγουμε στο θείο με σκοπό την ικανοποίηση των ψυχολογικών μας αναγκών, πρέπει αντίθετα να απαρνιόμαστε τις ανάγκες μας και να ακολουθούμε τον δρόμο της υποταγής και της ταπείνωσης. Είναι η στάση ζωής που συνθέτει τη ζωή ενός “ιππότη της πίστης”.
5ccc122932e29_KierkegaardΑυτή την έννοια μεταχειρίζεται ο Δανός υπαρξιστής φιλόσοφος Søren Kierkegaard ως απάντηση στο ερώτημα τι σημαίνει να είναι κανείς πιστός στον Θεό. Σύμφωνα με την αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ύστερα από χρόνια ατεκνίας και πόνου, ο Αβραάμ δέχτηκε από τον Θεό μια μεγάλη ευλογία: να αποκτήσει έναν γιο, τον Ισαάκ. Ωστόσο, η ευτυχία του διεκόπη βίαια από το αίτημα του Θεού: ο Αβραάμ πρέπει να θυσιάσει το ίδιο του το παιδί στον βωμό της πίστης. Η θυσία του Αβραάμ είναι ένα μοναδικό γεγονός μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και ξεπερνά κάθε λογική και ηθική. Πρόκειται για αυτό που ο Κίρκεγκωρ ονομάζει «άλμα πίστης» για χάρη του Θεού που το ζητάει από τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια του άλματος, ο άνθρωπος δεν διαθέτει καμία αντικειμενική βεβαιότητα που να του εξασφαλίζει ότι θα τα καταφέρει. Το άλμα της πίστης είναι τόσο ακραία πράξη που απαιτεί την απόλυτη δέσμευση: το αποτέλεσμά του είναι είτε η σωτηρία είτε η καταστροφή. Δεν υπάρχει κανένα ενδιάμεσο στάδιο. Ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει τον Αβραάμ ως “ιππότη της πίστης”, ο οποίος έκανε μια θυσία που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν κατορθώσει. Ούτε καν οι τραγικοί ήρωες δεν είναι αντάξιοι του μεγαλείου του. Ενώ εκείνοι θυσιάζονται για το συλλογικό συμφέρον, θεωρούνται ηθικά πρότυπα και δοξάζονται, ο Αβραάμ βιώνει την απόλυτη μοναξιά, καθώς θεωρείται από όλους είτε παράλογος είτε κακός. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τον Αβραάμ. Πολύ περισσότερο, κανείς δε μπορεί να τον βγάλει από αυτή τη δύσκολη θέση του. Είναι αυτή η μοναξιά που δημιουργεί αγωνία στην ψυχή του, αφού βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου και πρέπει να πάρει μιαν απόφαση που θα είναι καθοριστική για τον ίδιο. Βιώνοντας την αγωνία, ο Πατριάρχης Αβραάμ συλλαμβάνει την ελευθερία του. Διαθέτει την ελευθερία να ρισκάρει να χάσει τα πάντα ή να τα κερδίσει. Η επιλογή του ήταν υπέρ της προσωπικής, υποκειμενικής αλήθειας υπεράνω της συλλογικής ηθικής. Όσο και αν ο σύγχρονος κόσμος, σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ, νομίζει πως βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο από αυτό του Αβραάμ, στην πραγματικότητα είναι εντελώς ανίκανος να συλλάβει το μεγαλείο του.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Διαπλοκή αμαρτίας και ψυχασθένειας κατά την ορθόδοξη θεολογία (π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Δημήτρης Ιωάννου
 
Έχοντας δει τις βασικότερες θέσεις του Καθηγητή Ιω. Κορναράκη για τον τρόπο που η ψυχανάλυση μπορεί θαυμάσια να συνδυαστεί με την θεολογία, και να βοηθήσει στην κατανόηση δύσκολων θεολογικών προβλημάτων, θα προσπαθήσουμε τώρα να εκθέσουμε, κατά το δυνατόν, την σχετική διδασκαλία του π. Συμεών Κραγιοπούλου (σημειωτέον ότι ο π. Συμεών έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο όπου σχολιάζει τα πορίσματα του εν λόγω καθηγητή)[1]. Η διαφορά με τον ακαδημαϊκό θεολόγο είναι ότι ο π. Κραγιόπουλος, όντας ποιμένας, προχωρεί σε μια φιλοκαλική εμβάθυνση όλων αυτών των θεμάτων, πάντα έχοντας υπόψη του τις βασικές προκείμενες της θεολογίας. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι προτιμήσαμε να εμμείνουμε όχι τόσο στο ζήτημα της ένοχης (αυτό απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση), όσο στον τρόπο που αλλοιώνονται οι διάφοροι ανθρώπινοι χαρακτήρες από την ψυχασθένεια, όσο και στην «θεραπεία» που η Εκκλησία προτείνει στον πιστό.
Καταρχήν, σύμφωνα με τον π. Συμεών, πραγματικά υγιής άνθρωπος είναι αυτός που έχει αληθινή αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Η αληθής αγάπη είναι αυτή, και μόνον αυτή, που βοηθά το άτομο να προοδεύσει πνευματικά, αλλά και να μην απολέσει την ψυχική του ισορροπία. Και μάλιστα υπάρχει ένας βαθύς θεολογικός λόγος γι’ αυτό: όπως ο Θεός είναι ένας κατά τη φύση, αλλά Τρία Πρόσωπα, παρομοίως και ο άνθρωπος είναι και αυτός πολλά πρόσωπα (υπάρχει δηλαδή ένας εικονισμός της «τριαδικότητας του Θεού»). «Μέσα στη ριζά της υπάρξεώς μας είναι και οι άλλοι».[2] Οι αρρωστημένες καταστάσεις αρχίζουν ακριβώς όταν κανείς δεν διαθέτει ακριβώς την πνευματική, και όχι απλά συναισθηματική («ψυχική» κατά την βιβλική ορολογία) αγάπη, η οποία, στο βάθος της, είναι κίβδηλη. 

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Δ. Ιωάννου: Διαπλοκή αμαρτίας και ψυχασθένειας κατά την ορθόδοξη θεολογία (Ιωάννης Κορναράκης)

Δημήτρης Ιωάννου
Στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Ορθόδοξη Θεολογία», ο π.  Νικόλαος Λουδοβίκος μίλησε για θεολόγους, οι οποίοι έγραψαν και γράφουν αρκετά για την ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση, «χωρίς όμως να είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο αυτές προσδένονται ερμηνευτικά στην υπάρχουσα ήδη πνευματική παράδοση».[1] Ευτυχώς, όμως, έχουν προηγηθεί δύο αξιόλογες προσπάθειες, δύο μεγάλοι πρωτεργάτες, που προσπάθησαν να εμβολιάσουν τελείως γόνιμα και δημιουργικά την ψυχανάλυση στον ουσιώδη κορμό της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε νηπτικής-φιλοκαλικής. Πρόκειται συγκεκριμένα για τον καθηγητή Ιω. Κορναράκη, και τα βιβλία του στο χώρο της ποιμαντικής ψυχολογίας, καθώς και τον π. Συμεών Κραγιόπουλο (περί του οποίου έχουμε ήδη εκτενώς μιλήσει), που αξιοποιεί μάλιστα τα πορίσματα του εν λόγω καθηγητή. Σε αυτούς τους δύο σημαντικούς θεολόγους[2] θα  αναφερθούμε παρακάτω, και ειδικότερα θα κάνουμε λόγο για το πώς, κατ’ αυτούς, η αμαρτία, διαπλέκεται με την ψυχική ασθένεια. Είναι περιττό να τονίσουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό το ζήτημα, και πόσο αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο, την ίδια την Εκκλησία ως ολότητα, όσο και ειδικότερα τον μεμονωμένο πιστό. Ασφαλώς, το όλο θέμα  σχετίζεται και με το μυστήριο της εξομολόγησης, το οποίο μαστίζει εδώ και καιρό ένας δικανισμός, ή και μια προσπάθεια ψυχολογικής «τακτοποίησης», μολονότι έχουν γίνει πολλά βήματα για την ουσιωδέστερη κατανόησή του.
                                            *****************
Ξεκινάμε από τον Καθηγητή Ιω. Κορναράκη, ο οποίος δημοσιεύει το 1966 την εργασία του «Η νεύρωση ως ‘αδαμικό πλέγμα’» (η οποία κυκλοφορεί και με απόδοση στην δημοτική[3]), στην οποία περιγράφει την βαθύτερη κατάσταση της αμαρτίας που κρύβεται πίσω από τα διάφορα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα, και ειδικότερα την νεύρωση (βαρύτερη αυτής είναι η ψύχωση). Το βιβλίο του ξεκινά με μια έκθεση των σημαντικοτέρων εκπροσώπων της ψυχανάλυσης επί του προβλήματος «νεύρωση», και έτσι παρατίθενται οι απόψεις των Freud, Jung, Adler, αλλά και Caruso, ο οποίος, όντας χριστιανός ψυχαναλυτής, δίνει επίσης μια λαμπρή εκδοχή, για τον τρόπο που γεννιέται και συγκροτείται η προσωπικότητα. Ο συγγραφέας, τονίζοντας τις μονομέρειες ορισμένων εκπροσώπων της ψυχανάλυσης (άρνηση πχ του Φρόυντ να αποδεχτεί το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης ως βασικό για την ψυχανάλυση), διευκρινίζει ότι δεν ακολουθεί κατά γράμμα κανέναν συγκεκριμένο επιστήμονα, αλλά συνδυάζει ό,τι ουσιωδέστερο προσέφεραν όλοι. Προχωρεί λοιπόν, παρακάτω, περιγράφοντας την συμπεριφορά του Αδάμ, ο οποίος αμάρτησε, αλλά και συγχρόνως περιέπεσε σε ψυχική ασθένεια.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Oχι με τη γλώσσα της θρησκείας



Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχουν δύο «τρόποι» (ή «στάσεις» ή «οπτικές») για να αντιμετωπίζει ο άνθρωπος την πραγματικότητα – να την αντιλαμβάνεται, να την κατανοεί, να την εκδέχεται. Eίναι η χρήση και η σχέση.

O τρόπος της χρήσης προτάσσει και αξιολογεί το έχειν: την ωφελιμότητα, την αποτελεσματικότητα, το δέον. Γεννάει την Hθική, ταυτίζει την ποιότητα ή τις «αξίες» με τη συμπεριφορά. O τρόπος της σχέσης προτάσσει και αξιολογεί το είναι: τη γνησιότητα ή την παραφθορά, την πληρότητα ή τη στέρηση. Γεννάει αθλήματα αυθυπέρβασης: τον έρωτα, την Tέχνη, τη μεταφυσική απορία.

O ανθρώπινος βίος, ατομικός και συλλογικός, είναι, κατά κανόνα, μια σύγκραση - μείξη των δύο «τρόπων», «στάσεων», «οπτικών». Tα ποσοστά προτεραιότητας του ενός ή του άλλου «τρόπου» (η αποκλειστικότητα μάλλον αποκλείεται) διαφοροποιούν κλιμακούμενη την ιδιαιτερότητα κάθε συλλογικής συμβίωσης, διαμορφώνουν «παραδείγματα» πολιτισμού και «επίπεδα» καλλιέργειας.

H εμπειρική παρατήρηση και η σπουδή της Iστορίας μάλλον συνηγορούν στην πιστοποίηση ότι η προτεραιότητα των απαιτήσεων χρήσης και ωφελιμότητας (άρα συμπεριφορικών αξιολογήσεων και κανονιστικών διατάξεων) διαμορφώνουν ατομοκεντρικά μοντέλα συλλογικότητας. Eνώ η προτεραιότητα αναζήτησης του αληθούς (της υπαρκτικής γνησιότητας και πληρότητας), μοντέλα κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων. H εξήγηση μοιάζει λογική: O ατομοκεντρισμός φανερώνει δέσμευση στον πρωτογονισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, κυρίαρχη την ανάγκη κατασφάλισης (αυτοσυντήρησης - κυριαρχίας - ηδονής) του εγωτικού υποκειμένου, άρα πρωτεύουσα τη χρησιμότητα - ωφελιμότητα. O κοινωνιοκεντρισμός, αντίθετα, δηλώνει δυναμική ελευθερίας από το ένστικτο, προτεραιότητα της αυθυπέρβασης, της μετοχής, της προσφοράς, της αμοιβαιότητας.


της Εύης Βουλγαράκη από το fb

Πάντα αγαπώ την πατερική γραμματεία και πάντα τη σκαλίζω από λίγο, αφορμής δοθείσης ή και δίχως αφορμή. Εδώ η αφορμή από το πρόγραμμα σπουδών του Λυκείου, και η ευκαιρία για λίγη ταπεινή βοήθεια στους συναδέλφους μου που τραβάνε κυρίως το κουπί. Έτσι κάπως πέτυχα αυτό του Ιωάννη Δαμασκηνού για τις ηδονές.

"Καλὰς δὲ ἡδονὰς χρὴ ἡγεῖσθαι, τὰς μὴ συμπεπλεγμένας λύπῃ, μηδὲ μεταμέλειαν ἐμποιούσας, μηδὲ ἑτέρας βλάβης γεννητικάς, μηδὲ τοῦ μετρίου πέραν χωρούσας, μηδὲ τῶν σπουδαίων ἔργων ἡμᾶς ἀφελκούσας ἐπὶ πολὺ ἢ καταδουλούσας".

"Καλές ηδονές πρέπει να θεωρούμε εκείνες που δεν συμπλέκονται με λύπη, μήτε σου προξενούν μεταμέλεια, μήτε γεννούν κάποια άλλη βλάβη, μήτε ξεπερνούν το μέτρο, μήτε μας απομακρύνουν από σπουδαία έργα για μεγάλο διάστημα ή μας υποδουλώνουν."

Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Δοκίμια ψυχολογίας της θρησκείας - Μάριος Μπέγζος (βιβλίο)

«Δοκίμια ψυχολογίας της θρησκείας» (ολόκληρο το βιβλίο)
Μάριος Μπέγζος, καθηγητής φιλοσοφίας της θρησκείας
Επεξεργασία-Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Εισαγωγικά

«Παρόλο που η ψυχολογία και η θρησκεία θεωρούνται ότι είναι «στεγανά διαμερίσματα» και μεταξύ τους υψώνονται «σινικά τείχη», ωστόσο χάρη στη μεσολάβηση της ψυχολογίας της θρησκείας τέτοια νοητά τείχη κατεδαφίζονται. Από τα ερείπιά τους προκύπτει το δομικό υλικό για την ανέγερση μιας γέφυρας που συνδέει τις δύο όχθες ενός ποταμού. Αυτό το βιβλίο είναι ένα σκαρίφημα αυτής της γεφύρωσης ανάμεσα στην ψυχολογία και τη θρησκεία. Θέματα που πραγματεύεται είναι το ερώτημα του θανάτου στις θρησκείες, ο ανθρώπινος πόνος, το ζήτημα της βίας σε σχέση με τη θρησκεία, η ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου, η θεραπευτική λειτουργία της πίστης, η θεσμική και η προσωπική σχέση του ανθρώπου με την πίστη και άλλα.»

Δοκίμια ψυχολογίας της θρησκείας
Μάριος Μπέγζος
Αθήνα 2004Πρόλογος

I. Θάνατος. Το ερώτημα του θανάτου στις θρησκείες
II. Πόνος. «Πάσχω άρα υπάρχω» και «Σκέπτομαι άρα υπάρχω»
III. Βία. Το ζήτημα της βίας σε σχέση με την θρησκεία
IV. Σώμα. Η ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου στην νεωτερικότητα
V. Θεραπεία. Η θεραπευτική λειτουργία της πίστης
VI. Σχέση. Σχέση ή σχάση; Κενό ή καινό; Ο έτερος ως εταίρος
VII. Αγιότητα. Θεσμική και προσωπική σχέση του ανθρώπου με την πίστη
Πίνακας πρώτων δημοσιεύσεων
Βιβλιογραφία
Βιογραφικό του συγγραφέα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Όπου πέφτει ένα τείχος, εκεί χτίζεται μια γέφυρα. Εάν ψυχολογία και θρησκεία θεωρούνται ότι είναι «στεγανά διαμερίσματα» και μεταξύ τους υψώνονται «σινικά τείχη», χάρη στην μεσολάβηση της ψυχολογίας της θρησκείας κατεδαφίζονται τείχη. Από τα ερείπια τους προκύπτει το δομικό υλικό για την ανέγερση της γέφυρας που συνδέει τις δυο όχθες ενός ποταμού χωρίς σύγχυση και δίχως ταύτιση. Όποιος κρατήσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο νιώθοντας ότι βαδίζει πάνω σε μια γέφυρα, αυτός θα αισθανθεί σαν τον συγγραφέα του, ο οποίος προσπάθησε να σχεδιάσει μια γέφυρα ανάμεσα στην ψυχολογία και την θρησκεία, που τις θεωρεί σαν δυο όχθες του ποταμού της ζωής.

Επτά δοκίμια που εμφανίσθηκαν μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μας Ψυχολογία της θρησκείας (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996) συγκροτούν αυτό εδώ το βιβλίο.

Τα δοκίμια εμφανίσθηκαν σε διάφορες ευκαιρίες, συζητήθηκαν με συναδέλφους ποικίλων ειδικοτήτων και αναθεωρήθηκαν μετά από μια τέτοια μακρόχρονη διαλογική και κριτική διεργασία ώστε να λάβουν μια κάποια οριστική - όχι τελική, μήτε τελειωτική! -μορφή ως κεφάλαια αυτού του ανθολογίου. Το βιβλίο οφείλει την ύπαρξη του σε δύο εκλεκτούς κι αγαπητούς φίλους ψυχιάτρους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Ο Θανάσης Καράβατος, καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής της Α' Πανεπιστημιακής Κλινικής, γνωστός από διασχολικές πρωτοβουλίες, είχε την καλοσύνη να προτείνει στον υπογράφοντα την εμφάνιση ενός βιβλίου που θα συμπεριλαμβανόταν σε εκδοτική σειρά υπό την διεύθυνση του. Για το πνεύμα συνεργασίας, την ανθρώπινη ζεστασιά της φιλικότητας του και την ανοικτότητα του μυαλού και της καρδιάς του Θανάση Καράβατου, νιώθουμε ευγνωμοσύνη κι εκφράζουμε ειλικρινείς ευχαριστίες.

Ο πρόσφατα χαμένος (+2003) Μάριος Μαρκίδης, καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτέχνης, υπήρξε φίλος της τελευταίας δεκαετίας, εμψυχωτής του βιβλίου μας Ψυχολογία της θρησκείας, που είχε την καλοσύνη να προλογίσει με γενναιοφροσύνη κι ανιδιοτέλεια, υποστηρικτής των εξωπανεπιστημιακών διασχολικών πρωτοβουλιών μας και ένθερμος συνεργός κάθε άδολου εξωθεσμικού εγχειρήματος διεπιστημονικής συνεργασίας. 

Τον καιρό της συγγραφής αυτού του ανθολογίου είχε προβλεφθεί η αφιέρωσή του «προς τιμήν» του, αλλά ο θάνατος που μεσολάβησε στις αρχές του καλοκαιριού μεταποίησε την αφιέρωση «εις μνήμην» Μάριου Μαρκίδη. Βέβαια η μνήμη είναι η υπέρτατη τιμή για κάθε άνθρωπο, ωστόσο όμως ποθούμε να τιμούμε τον φίλο μας παρόντα παρά να τον θυμόμαστε απόντα, αν και τα όρια παρουσίας-απουσίας στους πνευματικούς ανθρώπους είναι ρευστά.

Μάριος Π. Μπέγζος
Κηφισιά, 8 Σεπτεμβρίου 2004