Το να εισδύσει κανείς στη θεολογία του Γέροντος, και νυν ανακηρυγμένου Αγίου, Σωφρονίου του Έσσεξ είναι μια δύσκολη υπόθεση, γι’ αυτό ομολογώ στον αναγνώστη ότι στο παρόν κείμενο δεν προβαίνω σε τίποτε περισσότερο από μερικές απλές σκέψεις.
Καταρχήν πρέπει να πούμε ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος, που δέχθηκε την θρησκευτική επίδραση της οικογενείας του, ζούσε από πολύ νωρίς το κοσμικό δράμα πολύ έντονα. Στις δύσκολες ημέρες που διάγουμε, οπότε και κυριαρχεί ο φόβος παρά η συνειδητοποίηση του κοσμικού κακού, έχει σημασία να γνωρίζουμε ότι ένας άνθρωπος βίωνε την τραγωδία του Αδάμ από την νεότητά του. Το πρόβλημα του κοσμικού δράματος βιώθηκε λοιπόν από το γέροντα Σωφρόνιο σε έντονο βαθμό, από την νεαρή του κιόλας ηλικία. Συνέβη να ζήσει και τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ ταυτοχρόνως είχε ζωηρή την επιθυμία για αναζήτηση της αιωνιότητας. «Ότε εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, γράφει, το πρόβλημα της αιωνιότητος εκυριάρχει εις την συνείδησίν μου. Αι ειδήσεις περί των χιλιάδων αθώων ανθρώπων, οίτινες εφονεύοντο εις τα πεδία των μαχών, έθετον ενώπιόν μου το άγριον θέαμα της ανθρωπίνης τραγωδίας. Ήτο αδύνατον να συμβιβασθώ προς το γεγονός ότι πλήθος νεαρών υπάρξεων εθερίζετο βιαίως, και δη μετά παράφρονος σκληρότητος»(«Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993, σελ.16). Όλες αυτές και άλλες παρόμοιες σκέψεις τον οδηγούσαν προς το ερώτημα: «Και εγώ… διά ποίον λόγον εγεννήθην;» Παράλληλα, έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε ότι οι αρνητικές αυτές μα εντελώς φυσικές για ένα νέο σκέψεις συμβάδιζαν με την ανάγκη που είχε ο Άγιος τότε «διά την αναζήτησιν της τελειότητος», με «τον ενθουσιασμόν διά το φως της γνώσεως, ήτις εναγκαλίζεται τα πάντα» (αυτόθι). Πώς μπορούσε εξαιτίας των τραγικών γεγονότων που συνέβαιναν γύρω του να εγκαταλείψει την καλή αυτή επιθυμία για το αγαθό;