Γιῶργος Καστρινάκης
Κάποτε – ἔχει περάσει αἰώνας – οἱ ἄνθρωποι διερωτώμασταν ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Σήμερα βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πιὸ πίσω: Διερωτώμαστε ἂν ὑπάρχει τὸ νόημα.
Σὲ μιὰ τέτοια καμπὴ τῆς Ἱστορίας ἐπιστρέφουμε, λοιπόν, στὸ σημεῖο ἐκκινήσεως ὅλων τῶν συνειδητοποιήσεων.
Τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει νόημα εἶναι ἀπολύτως συναφὲς μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει λόγο. Ἂν δηλαδὴ ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει ἡ ὕπαρξη…
Τὸ ἀντίθετο ἐνδεχόμενο εἶναι ἡ ζωὴ νὰ βαίνει ἀλόγως. Θὰ ἐμφανιστοῦν ἀσφαλῶς συνομιλητὲς ποὺ θὰ ἐπιλέξουν αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Δὲν θὰ ἔχουν καταλάβει τί μᾶς εἶπαν, ὡστόσο. Διότι ἡ μόνη συνεπὴς προέκταση τῆς προκείμενης ἐπιλογῆς θὰ ἦταν ἡ ματαίωση (κατόπιν αὐτοῦ τούτου τοῦ λόγου) καὶ οἱουδήποτε διαλόγου...
Σὲ μιὰ τέτοια καμπὴ τῆς Ἱστορίας ἐπιστρέφουμε, λοιπόν, στὸ σημεῖο ἐκκινήσεως ὅλων τῶν συνειδητοποιήσεων.
Τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει νόημα εἶναι ἀπολύτως συναφὲς μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει λόγο. Ἂν δηλαδὴ ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει ἡ ὕπαρξη…
Τὸ ἀντίθετο ἐνδεχόμενο εἶναι ἡ ζωὴ νὰ βαίνει ἀλόγως. Θὰ ἐμφανιστοῦν ἀσφαλῶς συνομιλητὲς ποὺ θὰ ἐπιλέξουν αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Δὲν θὰ ἔχουν καταλάβει τί μᾶς εἶπαν, ὡστόσο. Διότι ἡ μόνη συνεπὴς προέκταση τῆς προκείμενης ἐπιλογῆς θὰ ἦταν ἡ ματαίωση (κατόπιν αὐτοῦ τούτου τοῦ λόγου) καὶ οἱουδήποτε διαλόγου...
Αὐτὸ ποὺ ἔχουν παραβλέψει, ὑπὸ μιὰ τέτοια ἀνάγνωση, εἶναι ὅτι κάθε ἐπιμέρους ἄποψη συνιστᾶ φορέα μιᾶς ἀκέραιης σημασίας. Ἀντιστρόφως, κάθε συνομιλία προϋποθέτει ἕναν ὁρίζοντα νοήματος γιὰ νὰ ἀνάγει, ἐκεῖνος, τὰ σκόρπια ρήματα σὲ λόγο συνεκτικό.
Τὸ τελικὸ ἐρώτημα ὁπότε εἶναι ἂν ἐννοοῦμε ποιό ἀκριβῶς μήνυμα ἀρθρώνουν οἱ, ἑκάστοτε, λέξεις μας. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω: Ἂν ἀρθρώνονται ἔλλογα ἢ ἂν ἀρθρώνονται ἄλογα.
Ἡ φράση τώρα «νόημα εἶναι ἡ ἀπουσία νοήματος» ἀποτελεῖ – καὶ ὅμως – κάτι… περισσότερο ἀπὸ λογοπαίγνιο: Ὁμολογεῖ μιὰ νοσταλγία κατάφασης… καταμεσῆς μιᾶς διακήρυξης ἀπορρίψεως! Παραδέχεται συγκεκριμένα ὅτι μόνο ὡς ὑποκατάσταση νοήματος, ἡ ἀπονοηματοδότηση, ἔρχεται σὲ θέση νὰ μᾶς γοητεύσει.
Ὅτι ὁ μύχιός μας ἐαυτός, δηλαδή, μόνο μέσῳ βεβαιώσεων ἔλλογων βρίσκει τὴν πληρότητα ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ζωή του.
Τὸ τελικὸ ἐρώτημα ὁπότε εἶναι ἂν ἐννοοῦμε ποιό ἀκριβῶς μήνυμα ἀρθρώνουν οἱ, ἑκάστοτε, λέξεις μας. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω: Ἂν ἀρθρώνονται ἔλλογα ἢ ἂν ἀρθρώνονται ἄλογα.
Ἡ φράση τώρα «νόημα εἶναι ἡ ἀπουσία νοήματος» ἀποτελεῖ – καὶ ὅμως – κάτι… περισσότερο ἀπὸ λογοπαίγνιο: Ὁμολογεῖ μιὰ νοσταλγία κατάφασης… καταμεσῆς μιᾶς διακήρυξης ἀπορρίψεως! Παραδέχεται συγκεκριμένα ὅτι μόνο ὡς ὑποκατάσταση νοήματος, ἡ ἀπονοηματοδότηση, ἔρχεται σὲ θέση νὰ μᾶς γοητεύσει.
Ὅτι ὁ μύχιός μας ἐαυτός, δηλαδή, μόνο μέσῳ βεβαιώσεων ἔλλογων βρίσκει τὴν πληρότητα ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ζωή του.