του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου
Είναι γνωστό, ότι ο πρώτος και κύριος εχθρός του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού υπήρξε η δεισιδαιμονία. Συναφώς ο παλαιότερος πολιτισμός του αγροτικού χώρου, που τον διείπε σε πολλές εκδηλώσεις η συνειρμική και μαγική σκέψη, θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν δεισιδαιμονικός πολιτισμός.
Τη στάση αυτή υιοθέτησε και ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, μολονότι στην τελική διαμόρφωσή του συνετέλεσαν και ορισμένοι παράγοντες που δεν υπήρχαν στη Δύση και ανάλογα τον διαφοροποίησαν (αυτό προτίθεμαι να δείξω σε προσεχή εργασία μου).
Στο παρόν άρθρο μου θέτω το ζήτημα της δεισιδαιμονίας –ειδοποιού σημείου της παραδοσιακής, αγροτικής κυρίως κοινότητας– από μιαν άλλη πλευρά, όπως εξετάζεται σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο του Αμερικανικού γερμανιστή και λαογράφου Donald Ward, δημοσιευμένο σ’ έναν από τους τελευταίους τόμους του περιοδικού της “Αυστριακής Εταιρίας για τη Λαογραφία”1. Τίθεται εδώ το δίλημμα, αν η δεισιδαιμονία είναι αυτο το αρνητικό, όπως ο Διαφωτισμός με τόσην έμφαση τη θεώρησε, ή αντίθετα ένα φαινόμενο θετικό, –και με ποιάν έννοια– όπως υποστήριξε
Το 1790 ο γνωστός Άγγλος πολέμιος Γαλλικής επανάστασης Edmund Burke έγραφε μεταξύ άλλων ένα κείμενο (Reflections on the Revolution in France), όπου διατύπωνε και την άποψη, ότι ο άνθρωπος είναι ένα θρησκεύον ον, παρατηρούσε ωστόσο, ότι “η δεισιδαιμονία είναι η θρησκεία των ανοήτων”, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την άποψη του Διαφωτισμού, ότι ο άνθρωπος, αν και ο δημιουργός του χάρισε τη λογική, υπόκειται σε λογικές πλάνες. Και το πιο μεγάλο λάθος και σφάλμα του ανθρώπινου πνεύματος είναι η δεισιδαιμονία. Μπορεί να απορρέει από τη θρησκευτική υπόσταση του ανθρώπου, όμως είναι τόσο πεπλανημένη, ώστε μόνο ο ανόητος ενστερνίζεται αυτό το κατάλοιπο σκοτεινών εποχών αμαθείας.
Μιαν ολότελα αντίθετη εκδοχή διατύπωνε ο Γκαίτε τριάντα χρόνια αργότερα στο βιβλίο του Maximen und Reflexionen, όπου διαβάζουμε: “Η δεισιδαιμονία είναι η ποίηση της ζωής, γι’ αυτό δεν βλάπτει τον ποιητή να είναι δεισιδαίμων”.
Απο τη μια μεριά λοιπόν η άλογη δεισιδαιμονία είναι τόσο μακριά από το θείο λόγο και απο τη συγγενή προς αυτόν χριστιανική πίστη, ώστε δεν μένει παρά να λογαριάζουμε το δεισιδαίμονα μεταξύ των ηλιθίων. Και από την άλλη στη δεισιδαιμονία αντικαθρεπτίζεται η δημιουργική πρόσληψη του κόσμου από τον άνθρωπο, τόσο συγγενική προς την ποιητικήν ορμή.
Είναι διαμετρικά αντίθετες οι δύο αυτές απόψεις, αλλά, στο βάθος, ξεκινούν από την ίδια αφετηρία: της πίστης. Ότι η πίστη, όπως λέει ο Ward, μπορεί να οδηγήσει σε μορφές άλογης συμπεριφοράς, το δείχνει π.χ. η εποχή των διωγμών των μαγισσών στη Δύση ή ακόμα οι φαντασιώδεις παραστάσεις των ημερών μας για σατανιστικές λατρείες.
Εντούτοις: αν και η ιστορία βρίθει από περιπτώσεις άλογης δεισιδαιμονίας, φιλόσοφοι και εθνολόγοι, όπως και ο Γκαίτε, έχουν σημειώσει, λέει ο Ward ότι η δεισιδαιμονία είναι απαραίτητη στην ανθρώπινη ζωή. Αλλά ως κυρίαρχη άποψη είχε επικρατήσει αυτή που αρνείται το θετικό της ρόλο, καλύτερα τονίζει τα ολέθρια αποτελέσματά της. Και αυτή η ιστορία της άρνησης και απόρριψης της δεισιδαιμονίας είναι μακρά: μαρτυρείται στην κλασική αρχαιότητα, στους εκκλησιαστικούς πατέρες, σε ολόκληρο το Μεσαίωνα, στους χρόνους του ευρωπαϊκού προσηλυτισμού και προπάντων στον Διαφωτισμό και την επικράτηση του θετικισμού, φτάνοντας ως τις μέρες μας.