Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
Πρώτοδημοσιεύτηκε 14 Αυγούστου 2022
Ταξίδευα πάνω σε καλοσύνη απόλυτη. Γύρω μου, τοίχος το μπλε. Όποια ρότα κι αν έβαζα, κατέληγα εκεί και ύστερα πίσω.
– Τι κάνουμε εδώ; ρώτησα τον καπετάνιο.
– Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, είπε με ύφος.
Κινήθηκα προσεχτικά και βρέθηκα στην πρύμνη. Κοίταξα κάτω. Νερά με απόλυτη διαύγεια. Βυθός –εικόνα του τοίχου– και ψάρι μηδέν. «Κρύβονται», αναλογίστηκα και θέλησα να τα προκαλέσω. Έψαξα μέσα στην τσέπη μου. Ψίχουλα. Πήρα δυο στάλες και τα έβρεξα. Ζύμωσα στην παλάμη μου έναν σβόλο και κοίταξα γύρω να βρω πετονιά. Τι σκάφος και αυτό. Καθάριο, λευκό, σαν μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη περίτεχνα. Απόρησα. Τράβηξα μια κλωστή από το πανωφόρι μου και έδεσα στην άκρη το δόλωμα. Το πέταξα μέσα. Μετά από λίγο βαρέθηκα.
– Εδώ δεν ψαρεύετε; Η φωνή μου σκεπάστηκε από ένα απότομο «ντουπ». Γυρίζαμε πίσω.
– Τώρα ρίξ’ το! ακούστηκε η προτροπή.
Ξαναδοκίμασα. Αλλάζοντας θέση. Πήγα στην πλώρη. Κρατούσα τη συρτή γερά και περίμενα.
– Τσίμπησε, τσίμπησε! άρχισα να φωνάζω.
Τέτοια δύναμη; Θα μου έκοβε τα χέρια.
– Κράτα γερά! ακούστηκε και εγώ έδειξα φιλότιμο. Μα δεν μπορούσα να αντέξω. Η αντίσταση ήταν τεράστια. Το καραβάκι άρχισε να πισωγυρίζει και μάλιστα επικίνδυνα.
Ταξίδευα πάνω σε καλοσύνη απόλυτη. Γύρω μου, τοίχος το μπλε. Όποια ρότα κι αν έβαζα, κατέληγα εκεί και ύστερα πίσω.
– Τι κάνουμε εδώ; ρώτησα τον καπετάνιο.
– Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, είπε με ύφος.
Κινήθηκα προσεχτικά και βρέθηκα στην πρύμνη. Κοίταξα κάτω. Νερά με απόλυτη διαύγεια. Βυθός –εικόνα του τοίχου– και ψάρι μηδέν. «Κρύβονται», αναλογίστηκα και θέλησα να τα προκαλέσω. Έψαξα μέσα στην τσέπη μου. Ψίχουλα. Πήρα δυο στάλες και τα έβρεξα. Ζύμωσα στην παλάμη μου έναν σβόλο και κοίταξα γύρω να βρω πετονιά. Τι σκάφος και αυτό. Καθάριο, λευκό, σαν μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη περίτεχνα. Απόρησα. Τράβηξα μια κλωστή από το πανωφόρι μου και έδεσα στην άκρη το δόλωμα. Το πέταξα μέσα. Μετά από λίγο βαρέθηκα.
– Εδώ δεν ψαρεύετε; Η φωνή μου σκεπάστηκε από ένα απότομο «ντουπ». Γυρίζαμε πίσω.
– Τώρα ρίξ’ το! ακούστηκε η προτροπή.
Ξαναδοκίμασα. Αλλάζοντας θέση. Πήγα στην πλώρη. Κρατούσα τη συρτή γερά και περίμενα.
– Τσίμπησε, τσίμπησε! άρχισα να φωνάζω.
Τέτοια δύναμη; Θα μου έκοβε τα χέρια.
– Κράτα γερά! ακούστηκε και εγώ έδειξα φιλότιμο. Μα δεν μπορούσα να αντέξω. Η αντίσταση ήταν τεράστια. Το καραβάκι άρχισε να πισωγυρίζει και μάλιστα επικίνδυνα.