Μιχάλης Λυμπεράτος
Με αφορμή το κείμενο των κ. Αθανασιάδη και Μαντζαρίδου που αναρτήθηκε στην Εκπαιδευτική Λέσχη και απαντά στις έντονες αντιρρήσεις για τις «πλατφόρμες» και τα «σενάρια» ιστορίας που φιλοδοξούν να ενταχθούν στα σχολεία, αν και δεν νομίζω ότι έγιναν πράγματι αντιληπτές οι ενστάσεις αυτές, ωστόσο δράττομαι τις ευκαιρίας για μερικές παρατηρήσεις, αποκλειστικά παιδαγωγικού αυτή τη φορά χαρακτήρα. Γιατί όταν εκπονούνται τέτοια σχέδια τίθενται εκ των πραγμάτων μερικά προαπαιτούμενα ερωτήματα, ιδίως όταν τα προγράμματα αυτά απευθύνονται σε μαθητές. Το πρώτο και κυρίαρχο αφορά στο που ακριβώς και επί της ουσίας στοχεύει ένα τέτοιο εγχείρημα. Στην ενίσχυση της υπάρχουσας ιστοριογνωσίας; Στην αλλαγή των επικρατούσας ιστορικής αντίληψης που πρέπει να διορθωθεί; Ή στον χειρισμό της ελληνικής ιστορίας ώστε να προσαρμοστεί στις ευρύτερες απαιτήσεις του φορέα που χρηματοδοτεί τα προγράμματα αυτά;
Και είναι δεσπόζον το ερώτημα γιατί, αν και στην κοινωνία μας περισσεύει η αθωότητα, το γεγονός ότι το θέμα συνδέεται με τους στόχους των Επιτροπών της Γερμανο-ελληνικής φιλίας («Ελληνογερμανική Συνέλευση», «Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον», «Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας» κ.α.) και εκπορεύεται και χρηματοδοτείται από αυτές γεννά έναν προβληματισμό, ιδίως σε σχέση με την ιδιοτυπία ώστε μια πρωτοβουλία οργανισμών μιας ξένης χώρας να εμπλέκεται με τα εκπαιδευτικά προγράμματα μιας άλλης, ακόμα και αν τα προγράμματα αυτά εκπονούνται από Έλληνες. Γιατί μια μικρή μετατόπιση της ιστορικής επιχειρηματολόγιας, για παράδειγμα εν σχέσει με τις ευθύνες του γερμανικού στρατού για τις καταστροφές που προκάλεσε στην Ελλάδα, που επιμερίζονται από αυτές των Ναζί ως μέλη ενός πολιτικού κόμματος και όχι ως κρατικός μηχανισμός, βγάζουν από το κάδρο της υπόθεσης το γερμανικό κράτος (όπως κάποιοι πιστεύουν), με συνέπεια να επιτρέπονται νομικιστικοί ελιγμοί για να αποτιναχθούν οι απαιτήσεις για την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα. Έτσι, οι μαθητές μετατρέπονται σε έμμεσοι πολλαπλασιαστές αυτής της μετατόπισης.