από π. Μιλτιάδης Ζέρβας
Σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ὄχι τόσο μακρινή, τὰ πρόσωπα μιλοῦσαν μὲ φειδὼ καὶ πολὺ συχνὰ σιωποῦσαν μπροστὰ στὴν τραγικότητα τοῦ πολύπαθου βίου τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν οἱ παλιοὶ πὼς τὰ «πολλὰ λόγια εἶναι φτωχὰ» κι ἀνήμπορα νὰ χωρέσουν τὴν ὀδύνη, τὴ συμφορὰ καὶ τὸ κρίμα.
Δὲν κατανοοῦμε σήμερα τούτη τὴ στάση. Συχνὰ τὴν ἑρμηνεύουμε ὡς παθητικὴ καὶ συνένοχη. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς τελικά, δὲν διστάζουν νὰ καταγγείλουν μὲ φωνὴ σθεντόρια τὶς παλαιότερες γενιὲς ὡς ὑπαίτιες τῆς καλλιέργειας τῆς ἔμφυλης βίας, γιατὶ «ἡ σιωπὴ σημαίνει συγκάλυψη».
Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι κάποτε, ἀπὸ τὶς σιωπές τους φτιάχναν λόγια ἀκριβά. Λόγια ποὺ θέλαν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, λόγια ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, λόγια ποὺ γονάτιζαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Λόγια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἔπαρση ὅτι εἶναι ἱκανὰ νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ὅμως καλλιεργοῦσαν τὴν ἐλπίδα πὼς μπορεῖ τοῦτος ὁ κόσμος νὰ γίνει λίγο πιὸ φωτεινός. Ἔφτιαχναν, τότε, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς σιωπές τους στίχους καὶ ποιήματα καὶ τραγούδια.
Ἕνα τέτοιο τραγούδι ἀκούστηκε τὸ 1975 ἀπὸ τὸν Μανώλη Μητσιά. Εἶχε γράψει τοὺς στίχους ὁ Νίκος Γκάτσος καὶ τὴ μουσικὴ ὁ Μάνος Χατζιδάκις. Τὸ τραγούδι φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς».
«Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς παιδὶ μιᾶς Πατρινιᾶς καὶ ἑνὸς Μεσολογγίτη».
Ἔτσι ξεκινᾶ τὸ τραγούδι, μὲ τοῦτα ἀκριβῶς τὰ λόγια. Ἔχει προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ μουσικὴ εἰσαγωγὴ, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ἦχος τοῦ μπουζουκιοῦ. Τὸ λαϊκὸ αὐτὸ ὄργανο στὸ ρυθμὸ τοῦ χασάπικου μὲ ἔνταση ἀποκαλύπτει μυστικά, ὅλα ὅσα οἱ στίχοι δὲν ἀφηγοῦνται. Ὁ Γιάννης ἔχει σκοτώσει τὴ γυναίκα του, ἐκείνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὰ ἑπτὰ παιδιά τους, ἕξι ἀγόρια καὶ ἕνα μοναχὰ κορίτσι. Τὴν σκότωσε γιατὶ ἐκείνη τὸν ἀπάτησε μὲ τὸν καλύτερό του φίλο. Τὰ πρῶτα μουσικὰ μέτρα τοῦ τραγουδιοῦ ὑπονοοῦν τὴ βία, μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔχει συντελεστεῖ, ξεδιπλώνουν τὴν τραγωδία, ὄχι μὲ κάμερες καὶ αὐτόπτες μάρτυρες, ὄχι μὲ δημοσιογράφους καὶ εἰδήμονες, ἀλλὰ μὲ ἕναν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ πληροφορεῖται γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τὰ γεγονότα φέρουν καὶ ὄχι γιὰ τὰ ἐπιφαινόμενα. Ξέρει ὁ ποιητὴς πὼς οἱ λόγοι ἐνδέχεται νὰ προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ δράματος, νὰ ὑποκινήσουν τὴ φτηνὴ περιέργεια, νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἄναρθες κραυγὲς χωρὶς νόημα· γι’ αὐτὸ παραχωρεῖ τὴ θέση τους στὸ μέλος.
Μὰ ὅταν τὰ λόγια τελικὰ προβάλλουν καὶ συναντοῦν τὴ μουσική, ἡ ἔνταση τοῦ μπουζουκιοῦ ὑποχωρεῖ, ὁ ἦχος γίνεται πιὸ λυρικός. Κι ὅμως, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀκοῦμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴ νέα μουσικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἡ σκληρὴ ἀποκάλυψη πὼς ὁ Γιάννης εἶναι φονιάς. Ὁ Γκάτσος δὲν στρογγυλεύει τὰ πράγματα, δὲν κρύβεται, δὲν λέει μισόλογα: ὁ Γιάννης σκότωσε τὴ γυναίκα του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι φονιάς. Μπορεῖ τὸ δικαστήριο νὰ τὸν ἀθώωσε, θεωρώντας πὼς ἡ δολοφονία ἔγινε «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», μὰ τοῦτο δὲν ἀλλάζει τὰ πράγματα. Ὁ ποιητὴς δὲν καταγγέλλει τὸν Γιάννη, δὲν ἔρχεται νὰ τὸν δικάσει ἐκ νέου, ἁπλὰ περιγράφει τὴν πραγματικότητα. Μιλᾶ μονάχα γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βλέπει. Ἡ πράξη τοῦ Γιάννη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀμαυρώνουν τὴν ψυχή. Εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ σὲ ὁρίζουν, ποὺ σὲ μεταποιοῦν ἀπὸ κάτι ποὺ ἦσουν σὲ κάτι ποὺ ἔγινες. Ὁ Γιάννης, λοιπὸν, ἦταν σύζυγος καὶ ἔγινε φονιάς.