από Θεόδωρος Παντούλας
Νομίζω ότι ένας πολιτισμός αποτιμάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που πενθεί και από τον τρόπο που γιορτάζει. Και, ειλικρινά, δεν γνωρίζω κάποιον που να καυχάται για τους σημερινούς τρόπους. Στα μέρη μας ωστόσο αυτοί οι, κάποτε αξεχώριστοι, τρόποι είχαν για πολλούς αιώνες συγκεκριμένες εκφάνσεις κι εκφορές. Η Παναγία, καλή ώρα, ακαμάτως μεσίτευε υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών και στάθηκε η καταφυγή των αναγκεμένων, η παραμυθία των αδικουμένων, το αντιστύλι των οδυνομένων.
Τα παραπάνω δεν είναι θεολογικά φληναφήματα αλλά ιστορικές αποτιμήσεις από τις οποίες κάθε άλλο παρά λείπουν τα τεκμήρια. Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ ήταν ένα πρόσωπο εξόχως οικείο και αγαπητό στον λαό. Ολα τα σπίτια –ακόμη και τα πιο φτωχά ή κυρίως αυτά– είχαν το εικονοστάσι τους κι όλα τα εικονοστάσια είχαν εικόνα της. Αυτή η οικειότητα και η αγάπη θησαυρίστηκε σε αχειροποίητα εικονίσματα και απέριττα ξωκλήσια που στέγασαν απελπισμούς και ανατάσεις. Η εγγύτητα προς το πρόσωπό της εκφράστηκε εναργώς με τα αμέτρητα, κυριολεκτικά, Θεοτοκονύμια και την πάγκοινη και σπαρακτική επίκληση «βόηθα Παναγιά». Στη γλυκύτητα της Γυναίκας, που ήταν κόρη των ανθρώπων και μάνα Εκείνου που έκοψε την Ιστορία στα δυο, προσέτρεχαν κι οι μικρομάνες, ζητώντας της στα νανουρίσματά τους να συντροφεύει τα παιδιά τους.
Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο οι άνθρωποι δέονταν, νήστευαν κι άσπριζαν τις αυλές τους για να καλοδεχτούν τη Δέσποινά τους. Παράδοξο κι ετούτο: να είναι, δηλαδή, γιορτή ζωής και αφθαρσίας εγκώμιο η Κοίμησή της! Δεύτερο Πάσχα, Πάσχα του καλοκαιριού λογιζόταν ο Δεκαπενταύγουστος και σε πολλά μέρη στόλιζαν και περιέφεραν τον Επιτάφιό της.
Η εκκλησιαστική εμπειρία βεβαιώνει ότι ο θάνατος στην επικράτειά της δεν έχει ούτε τον πρώτο ούτε τον τελευταίο λόγο. Γι’ αυτό ανάβονταν κεριά στη χάρη της, γίνονταν γονυκλισίες στα εικονίσματά της, τάματα σωρεύονταν στην ποδιά της και πανηγύρια στήνονταν στο όνομά της σε αυλόγυρους ναών και ανοιχτωσιές. Οι κοινότητες συνάζονταν γύρω από τα χοροστάσια και, συχνά, δεξιώνονταν τους ξενιτεμένους τους – ζώντες και τεθνεώτες. Οι πανηγυριστές φίλιωναν, φιλιούνταν και πιάνονταν χέρι χέρι σε κυκλωτικούς χορούς.