Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΚΟΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΚΟΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Πήρα να γράψω… βούρκωσα. Κι ο τόπος βουρκωμένος σήμερα… και βουβός, Μιχάλη μου!

Πήρα να γράψω… βούρκωσα. Κι ο τόπος βουρκωμένος σήμερα… και βουβός, Μιχάλη μου!

Του Χρήστου Μποκόρου

____



Ένα όνειρο παλιό, γραμμένο. 

 
Συνέχεια αναρωτιόμουνα τι ήθελα εγώ εκεί πέρα, δεν ήξερα κανέναν. Είμασταν, λέει, παραθεριστές κι επιστρέφαμε, παρέα μεγάλη, από μακρινό περίπατο, σούρουπο, βαδίζαμε σε μονοπάτι χωματένιο, χαμηλή βλάστηση γύρω, ρείκια, αφάνες, θρούμπη, δεσποινοβοτανάκια, ξερόχορτα, σκονισμένα όλα, καλοκαιρινά, ανεβοκατεβαίναμε λόφους, υψώματα ομοιόμορφα, προπορευόμουν, ο ήλιος έπεφτε, λιγόστευε και γλύκαινε το φως, σκοτείνιαζε σιγά σιγά και φάνηκε επιτέλους κάτω αριστερά μακριά ένας μικρός συνοικισμός, φώτα αναμμένα, κάτι σπιτάκια ανάμεσα σε κήπους, ήτανε λέει τα καταλύματα, ο προορισμός μας, μπορεί και να το λέγαν Σουμιτζού -ή Σουμιτζού να ‘ταν ο τόπος απ’ όπου επιστρέφαμε;

- δίπλα τους παραλία κι ανέδιναν μια πρόσκληση δροσιάς καθαριότητας και τάξης, ένιωθα ήδη κουρασμένος, χρειαζόμουν ένα μπάνιο χλιαρό ή έστω μια βουτιά στη θάλασσα, λόξεψα, κατευθυνόμουν προς τα ‘κει υπνωτισμένος, μεσ’ απ’ στους θάμνους πέρναγα, δεν είχε μονοπάτι κι άκουσα πίσω μου φωνές: που πας; μου λέγανε, από ‘κει δεν βγαίνει, έλα από δώ μαζί μας, κοίταξα πίσω κι είδα την παρέα πολύχρωμη, με κλαρωτά πουκάμισα και παρδαλά t-shirts, βερμούδες και σορτσάκια, σακκίδια στην πλάτη, καπελάκια, σκούρα γυαλιά, χρωματιστά μαντήλια και τιράντες, κανείς γνωστός, αλλόγλωσσοι απ’όλες τις φυλές του κόσμου, σκόρπιοι προχωρούσαν, κουβέντιαζαν, γελούσανε, χαρούμενοι κι ανέμελοι μου γνέφανε καλόβολα κάποιοι απ’ αυτούς να κάνω δεξιά σε μιαν ανηφορίτσα που ‘χε φιδίσιο μονοπάτι, το πήρα κι όλο ανέβαινα κοιτώντας που και που λοξά τον φωτεινό καταυλισμό που όλο απομακρυνόταν, άκουγα πίσω και τους άλλους αραιά ν’ ακολουθάνε, σκαρφάλωνα ώσπου σκοτείνιασε εντελώς, άρχισα πια ν’ ανησυχώ κι έπιασε να φυσσάει ένα αεράκι, όλο δυνάμωνε, σαν να έφερνε υγρασία βουνίσια, άκουγα πέτρες να κυλάνε και λιθάρια, έτρεμε κάτω απ΄ τα πόδια μου ο βράχος, γονάτισα να μη με πάρει ο αέρας που ερχόταν κι έφευγε, πότε υγρός, πότε ξερός, έφερνε κάτι ακατανόητες φωνές, μιαν αναστάτωση, έναν μικρό χαμό, κοίταξα πίσω, τίποτα, ούτε σπιτάκια ούτε φώτα πουθενά, οι άλλοι χαμένοι, γαντζώθηκα στο χώμα, στ’ αγριόχορτα, μπροστά γκρεμός, ήμουν στην άκρη του και κάτω χάος, πετρούλες ξεκολλούσαν, βροντολογούσανε και πέφταν στο κενό, κρατούσα με τα δάχτυλα σφιχτά το χώμα κι αυτό όλο γλύστραγε, μέναν οι χούφτες μου αδειανές, γδαρμένες, σκονισμένες, χώμα στα χείλια, σκόνη στη μύτη μου, παντού, να τη σκορπάει ο αέρας, η μυρωδιά της γης στα μάγουλα, στ’ αυτιά, στο δέρμα, στον λαιμό μου, κι ενώ φλετούραγε η ψυχή να φύγει, με πήρε μια ευωδιά, αγιόκλημα να ‘ταν, φούλι, γιασεμί, ή μήπως νυχτολούλουδο, ή λεμονανθοί;

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

O Χρήστος Μποκόρoς για το έργο του Γιάννη Τσαρούχη



Χρήστος Μποκόρος

Ο Χρήστος Μποκόρος μας ξεναγεί στην  έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης – Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας» που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη επιχειρώντας την αποκρυπτογράφηση και την ερμηνεία της καλλιτεχνικής πορείας του δημιουργού. Παρουσίασε την ιστορία της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη μέσα από χρονολογικές ενότητες, αναπλάθοντας το περιβάλλον που έζησε και τις επιρροές που δέχθηκε σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία.

Μαζί του είναι και η κ. Νίκη Γρυπάρη.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Τελευταία μου στάση ήταν αυτό το δωματιάκι. Σ' αυτό το παράθυρο μπροστά ξημέρωνα και ξενυχτούσα τότε. Απέναντι τοίχος.



Χρήστος Μποκόρος


Υπήρξε ένα μεσοδιάστημα αναποφάσιστου προβληματισμού μετά τη Νομική και πριν την Καλών τεχνών, ανάμεσα ‘79 και ‘83, επέστρεψα στην ασφάλεια των πατρώων και των μητρώων, άλλος εγώ, συμμάζεψα το μικρό δωματιάκι του σπιτιού, στρίμωξα ένα μονό κρεββάτι και τη βαλίτσα με τα ρούχα μου από κάτω, μία κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα, το γραφειάκι του πατέρα μου με το λαμπατέρ και μια καρέκλα μπροστά στο παράθυρο, έστησα δίπλα του μια βιβλιοθήκη με τις τάβλες του παλιού πατώματος, ακούμπησα τα λίγα βιβλία που είχα και κλείστηκα μόνος -τι μόνος δηλαδή;

- εκεί μέσα διάβαζα τον Πλάτωνα, τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, την Άγρια σκέψη του  Κλωντ Λεβι Στρως, την Ιστορία της τρέλας στον μεσαίωνα του Μισέλ Φουκώ, Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, άρχισα τον Προύστ απ’ τη μετάφραση του Ζάννα, αλλά περιμένοντας να ολοκληρωθεί η έκδοση των τελευταίων τόμων στον Ηριδανό, έπεσε στα χέρια μου ο Ηλίθιος του Ντοστογίεβσκι, μια έκδοση φτηνή της Άγκυρας, κόλλησα, το διάβασα, το ξαναδιάβασα, μου 'φερε ο Παναγής ο Μοσχονάς και τα υπόλοιπα βιβλία του μετά, μεταφρασμένα απ' τον Άρη Αλεξάνδρου και την Κοραλία Μακρή, στου Γκοβόστη, βούτηξα στα βαθειά, δεν ήθελα να διαβάζω τίποτε άλλο, έμεινα εκεί. 

Άλλαξαν τα μυαλά μου, ξέκοψα απ' τα πολιτικά, δεν είχα σχέδιο αλλαγής του κόσμου πια, στράφηκα εντός, εκεί είν' οι μεγάλες αλλαγές που οφείλουμε στον κόσμο. Φώναζε η μάνα μου να πάρω 'εκείνο το τελευταίο μάθημα που είχα αφήσει στη Νομική για να μην κοπεί η αναβολή, -ξέκλεβα χρόνο, κι εγώ δεν ήξερα γιατί- να πάρω το πτυχίο μου, έλεγε, να κάνω κάτι... έδωσα εντέλει εξετάσεις στην Καλών Τεχνών κι έφυγα οριστικά απ' τη γενέτειρα πόλη.

 Πάντα ωστόσο απ' τ' Αγρίνιο θα 'ρχομαι... 
Τελευταία μου στάση ήταν αυτό το δωματιάκι. 
Σ' αυτό το παράθυρο μπροστά ξημέρωνα και ξενυχτούσα τότε. Απέναντι τοίχος.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Τί γίνεται πατριώτες; Γενέθλια έχουμε ή γιορτή;


Του Χρήστου Μπόκορου

Τί γίνεται πατριώτες; Γενέθλια έχουμε ή γιορτή; Γιορτάζουμε 200 χρόνια εμείς ή τιμούμε 200 χρόνια μετά, αυτό που έκαναν εκείνοι; Οι πρόγονοι μας πέφτουνε λειψοί, δεν ήταν, λέει, σωστοί, δεν ήταν καθώς πρέπει, σαν κι εμάς. Να τους ξεγράψουμε; Τι λένε αυτοί οι σοφοί, οι γραμματικοί με τα πτυχία, οι μορφωμένοι, οι πολιτισμικοί επίτροποι, οι εκ Δυσμών ανατέλλοντες πεφωτισμένοι; Ότι γιορτάζουμε κράτος και συντάγματα, και μέλλον κι ευτυχία; ή τον αγώνα και τον θάνατο για την ελευθερία; Κρύβεται τόσο αίμα με λόγια, με χαρές και πανηγύρια;

Δεν ήτανε ιδέες οι πρόγονοί μας και θεωρίες, άνθρωποι ήταν ζωντανοί, είχανε σώμα και ψυχή κι αφήσαν κόκαλα παντού σπαρμένα, αίμα χυμένο, θαμμένον πόνο, σφαγές και σκοτωμούς είχε ο ξεσηκωμός, θρήνους κι οδύνες και χαμούς και βιασμούς και μοιρολόγια. Απ’ όλα δώσανε! Και το έχειν και το είναι τους.Μην ντρέπεστε που είχαν κι ελαττώματα και πάθη σαν κι εμάς, είχανε κι άλλα που δεν έχουμε, είχαν ανδρεία, αποκοτιά, και στη μαυρίλα της σκλαβιάς είχανε τόση λαχτάρα λευτεριάς που ξεπεράσαν και τον φόβο του θανάτου, αυτά που λείπουνε σ’ εμάς. Τόλμα να πεις ελευθερία ή θάνατος και να το εννοείς! και να’ναι πράξη!

Να ’στε περήφανοι γι αυτούς! Γι αυτούς που βάλαν το κεφάλι τους σε βόλια και μαχαίρια και σπαθιά και πήραν τα βουνά κι αντισταθήκαν στα δεσμά, γι’ αυτούς που χαραμίσανε το αίμα τους για μας, κι ας χάσαν τη ζωή τους και το μέλλον τους –τι μέλλον;- κι ας φαγωθήκαν μεταξύ τους, κι ας ήταν ξεροκέφαλοι και θρήσκοι και φτωχοί κι αμόρφωτοι οι πολλοί, είχαν άλλα προσόντα, σπάνια, σκύψτε και προσκυνήστε να τα δείτε στα κόκαλά τους τα ιερά και μη τους κρύβετε στα σκοτεινά κι αζήτητα.

Να ’στε περήφανοι που τους τιμάτε και μη τους κρίνετε άκαιρα, εκ των υστέρων, άκαπνοι βολεμένοι μ’ αγορασμένα αγαθά που επικερδώς και επ’αμοιβή μας προμηθεύουν με χαμόγελα εργασίας προστάτες τοκογλύφοι, ακόμα ξεπληρώνουμε τα δάνεια, τουλάχιστο ας μη γίνουμε τσογλάνια. Ντροπή να τους ζητάμε να αλλαξοπιστήσουν! Ιδέα δεν έχουμε τί πέρασαν και τί μας περιμένει.

Δεν είμαστε απόγονοι μονάχα συγκυριών και επιδομάτων βοηθείας εξ Εσπερίας, κυρίως είμαστε γεννήματα πάθους κι επιθυμίας, μη το ξεχνάμε!