Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Σαν σήμερα, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1833, επί βαυαρικής αντιβασιλείας, ένα βασιλικό διάταγμα υπογεγραμμένο από τον ανήλικο Όθωνα διέτασσε το κλείσιμο όλων των ορθόδοξων μοναστηριών με λιγότερους από έξι μοναχούς, επέβαλλε τον υποχρεωτικό αποσχηματισμό των καλογραιών κάτω των σαράντα ετών, ζητούσε την απομάκρυνση από τις μονές όλων των δοκίμων, καθόρισε ειδικά μέτρα για τις μετακινήσεις των μοναχών, απαγόρευε τις συνηθισμένες δωρεές υπέρ της εκκλησίας και δέσμευε την μοναστηριακή κτηματική περιουσία, τα λατρευτικά ιερά σκεύη, τις εικόνες, τα άμφια, τα λειτουργικά βιβλία, τα έπιπλα και ό,τι άλλο χρήσιμο για πώληση ως «λάφυρο» βρίσκονταν στις μονές που θα σφραγίζονταν.
Ότι πάλι θεωρούνταν «άχρηστο» ρίχνονταν στη φωτιά - «με τους μοναχούς να θρηνούν ολόγυρα»! (Τα μοναστήρια των Ρωμαιοκαθολικών έμειναν βεβαίως άθικτα, όπως και οι περιουσίες τους.)
Με το διάταγμα αυτό το βαυαρικό χτύπημα κατά της ορθοδοξίας και της βυζαντινής πνευματικής μας παράδοσης ήταν τεράστιο αμέσως μετά την «πραξικοπηματική» ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελλαδικής Εκκλησίας. Από τα 545 ανδρικά μοναστήρια και τα 18 γυναικεία που υπήρχαν στο «κουτσουρεμένο» μετεπαναστατικό κρατίδιο διατηρήθηκαν μόνο 148, ενώ στα 3 γυναικεία που διασώθηκαν συγκεντρώθηκαν με τη βία όλες οι μοναχές. Όσες ορθόδοξες μονές παρέμειναν ανοιχτές έχασαν κάθε διοικητική αυτονομία και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους.
Η πατροπαράδοτοι δεσμοί με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να διαρραγούν και η Ελληνική Εκκλησία να υπαχθεί στην κρατική εξουσία. Αυτό που δεν τόλμησαν να κάνουν οι Τούρκοι κατακτητές για 400 χρόνια το έκαναν οι Βαυαροί «διαφωτιστές» με τη συνδρομή των καθολικών μισσιονάριων και τις «θρησκευτικές αυθαιρεσίες» των θρησκευτικά αλλοτριωμένων Ελλήνων Κοραϊστών, που ανέλαβαν τη διοίκηση του νεοσύστατου κράτους. Μέσα σε λίγες μόνο ημέρες εκτυλίχτηκαν ατιμωτικές σκηνές ντροπής, λεηλασίας και βανδαλισμού μοναστηριών που η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει «ούτε στις εισβολές ποικίλων κατακτητών που είχαν κατά καιρούς καταλάβεις ελληνικά εδάφη» (1).