Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΑΛΕΞΗΣ Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΑΛΕΞΗΣ Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ (20 Απριλίου 1935 - 24 Αυγούστου 2024)


Του Σωτήρη Μητραλέξη

Τι να πρωτοσημειώσει κανείς για άνθρωπο που κυριολεκτικά σου έχει αλλάξει άρδην τη ζωή σου, τις προτεραιότητές σου, τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο, τη σκέψη σου — τι να πρωτοπείς, όταν είναι πραγματικά εντελώς αδύνατον να φανταστείς πώς θα ήσουν σήμερα αν δεν τον είχες συναντήσει.




Για το (κυρίως) έργο του Χρήστου Γιανναρά θα ήθελα να σημειώσω πολύ λίγα, διότι πολλοί έχουμε γράψει αρκετά αλλού (το κατ’ εμέ κυρίως αγγλιστί, μια παλιά μικρή ελληνιστί μου σύνοψη της σκέψης του είναι το κειμενάκι «Πρόσωπο, Έρως, Κριτική Οντολογία»: θα το έγραφα διαφορετικά σήμερα). Δύσκολα συνοψίζεται, διότι είναι ένας ιδιαίτερα πολυπρισματικός στοχαστής. Η ασύλληπτη επιδραστικότητα των βιβλίων του και της παρουσίας του στην Ελλάδα είναι γνωστή για όσους έχουν μάτια, όπως και ο φθόνος που αυτή παρήγαγε (αυτόν τον φθόνο για τον Γιανναρά τον συναντούσα εμφανή, τακτικά και εγγράφως σε αποκλειστικά ελλαδικές ακαδημαϊκές εκλογές μου). Η διεθνής πρόσληψη της σκέψης του βρίσκεται σε αλματώδη άνοδο, ιδίως μετά το άνοιγμα στον αγγλόφωνο χώρο την τελευταία μία-μιάμιση δεκαετία (κυρίως γαλλικής και δευτερευοντως γερμανικής παιδείας ο Γιανναράς γαρ): τα συνέδρια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 2013 και του πανεπιστημίου του Cambridge το 2017, καθώς και οι τόμοι που προέκυψαν εξ αυτών, είναι μόνο επιφαινόμενα μιας διεθνούς πρόσληψης εν τω (ταχέως) γίγνεσθαι. Διευκρινίζω ότι δεν ήταν σημαντικός ΕΠΕΙΔΗ είχε επίδραση στην Ελλάδα ή ΕΠΕΙΔΗ έχει διεθνή πρόσληψη, αλλά λόγω της ίδιας της πρωτοτυπίας, του πλούτου και συνεισφοράς της σκέψης του: θεωρώ αδιαμφισβήτητο ότι, επί της ουσίας, είναι ο σημαντικότερος Έλληνας στοχαστής του τελευταίου μισού αιώνα, hands down. Εν πάση περιπτώσει αυτά θα φανούν στο μέλλον, και από το μέλλον, όχι στους τριήμερους κύκλους των φεησμπουκικών αψιμαχιών.




Ναι, είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στο κυρίως έργο και στις επιφυλλίδες, εβδομαδιαίες ή βιβλιοδετημένες (δεν είναι αυτές τα βιβλία του). Πολλοί τον πρωτογνωρίσαμε από τις παλιές επιφυλλίδες, και προσωπικά ευγνωμονώ γι’ αυτό — αλλά μετά γνωρίσαμε μια ασύλληπτα ευρύτερη και φωτεινότερη προσωπικότητα. Ο Μότσαρτ μπορεί να ήταν επιπροσθέτως και κηπουρός, αλλά συνηθίζουμε να τον θυμόμαστε για τη Μουσική του, όχι για τις βουκαμβίλιες του, ούτε επειδή εκείνη τη συγκεκριμένη βουκαμβίλια ενδεχομένως την πετσόκοψε. Πέρα από τη σπορά των προσωπικών σχέσεων και το κάρπισμά τους —που είναι το πραγματικά Αιώνιο—, αυτό που θα μείνει θα είναι το κυρίως έργο, της κυρίως σκέψης, των κυρίως βιβλίων και μελετημάτων· όχι επειδή οι επιφυλλίδες ήταν ή καλές ή κακές ή ό,τι, αλλά επειδή αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Τις δε απλουστευτικές συζητήσεις του φουμπού περί των ακριβών και δεδομένων και αυστηρών ορίων πεδίων όπως η φιλοσοφία και η θεολογία (να μας πει και η θρησκευτική στροφή της φαινομενολογίας τη γνώμη της, ο Ζαν-Λυκ Μαριόν, ή η πρόσληψη π.χ. του Λακάν από πεδία άλλα της ψυχανάλυσης) τις θεωρώ εντελώς εξω-ακαδημαϊκές, δηλωτικές παχυλής άγνοιας βασικών (καίτοι πολύπλοκων) ζητημάτων τόσο περί φιλοσοφίας όσο και θεολογίας (άρα, προσόν εκλογιμότητας σε ακαδ. θέση). Και έξω από τα τείχη της ακαδημίας όμως, εν γένει η πλούσια σκέψη αφορά πολλά πεδία και η ασήμαντη σκέψη κανένα. (Επίσης, και παρά τις κάποτε εργοστασιακές μου ρυθμίσεις και στα δύο θέματα, εμμέσως πλην όμως σαφέστατα ο Χρήστος Γιανναράς με δίδαξε ότι είναι εντελώς αδύνατον να είσαι Χριστιανός και δεξιός ταυτόχρονα: αυτό θα ξενίσει κάποιους, αλλά αυτή είναι η μαρτυρία μου. Και με δίδαξε να ελέγχω κριτικά τις αυθεντίες μου, κατά προτίμηση να μην έχω καθόλου αυθεντίες, πρωτίστως συμπεριλαμβανομένου του ιδίου). 



Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Eat the Christians: για τη μολυσματική παρουσία των χριστιανών στο δημόσιο χώρο


Είναι πολύ νωρίς για να γίνει η εδώ συζήτηση, εξ ου και είναι άκαιρη: είναι αδύνατον να γίνουν σοβαρές συζητήσεις πάνω στην ακμή του παροξυσμού. Κάτι όμως πρέπει να λεχθεί για το γεγονός πως εδώ και δυο-τρεις εβδομάδες, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αφιερώνεται κατά το ήμισυ στην εκκλησία και στον κόσμο της, στο τι κάνει και τι δεν κάνει (σήμερα, Τετάρτη 18 Μαρτίου, ξεφύλλισα σειρά εφημερίδων και δεν υπήρχε ούτε μία που να μην αφιερώνει τουλάχιστον δύο-τρεις αναφορές/άρθρα στο θέμα — χώρια τα social media, φυσικά). Σε ανησυχητικό πλήθος συμπολιτών μας, και με τον καθαγιασμό και την άφεση του ότι το ζήτημα αφορά με επείγοντα τρόπο στη δημόσια υγεία, στη ζωή και στο θάνατο, αυτή η συζήτηση παίρνει τη μορφή της καταδίκης του εξιλαστήριου θύματος: με αναφορά και στους πιστούς, όχι απλώς σε μια εκκλησιαστική ιεραρχία, ακούμε και διαβάζουμε: «δολοφόνοι», «ζώα», «φονιάδες», «αυτούς θα έπρεπε να κλείσουμε στις Μόριες». «Επικίνδυνοι για εμάς», μιάσματα που θα φέρουν τη μόλυνση στην κοινότητα ημών των υπολοίπων. Ας αρχίσουμε με μια επισκόπηση των γεγονότων πριν επιχειρηθεί ένα βλέμμα στο παραπάνω.

Του Σωτήρη Μητραλέξη


«Εκκλησιαστικό social distancing επί κορωνοϊού»



Ξεκινάμε με το προφανές: προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί το σύστημα υγείας στην επόμενη φάση εξάπλωσης του κορωνοϊού, οι πάντες ομολογούν ότι είναι υψίστης σημασίας να επιβραδυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η διάδοσή του (τα μέτρα δεν λαμβάνονται για να μην αρρωστήσουμε, αλλά για να αρρωστήσουμε όσο το δυνατόν πιο αργόσυρτα — το περίφημο flatten the curve), κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με την μέγιστη αποφυγή συναθροίσεων. Άρα, όλοι οι χώροι συνάθροισης —μπαρ, εκκλησίες, σχολεία, καφετέριες, μαγαζιά πλην της τροφοδοσίας— κλείνουν.

2.

Από τις 25 Φεβρουαρίου έχει βγει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η οποία προβλέπει τη δυνατότητα «προσωρινής παύσης της λειτουργίας … χώρων θρησκευτικής λατρείας» με κυβερνητική πρωτοβουλία. Τα ξεχωριστά μέτρα της ΠΝΠ ενεργοποιούνταν κλιμακωτά το τελευταίο διάστημα, και συνεχώς προκύπτουν νέα. Όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε στον Αλέξη Τσίπρα σύμφωνα με δημοσίευμα, ο χρόνος από τις 25 Φεβρουαρίου μέχρι τις 16 Μαρτίου, που έκλεισε κάθε τόπο λατρείας με ένα tweet και ένα ΦΕΚ, παρήλθε «με την ελπίδα να το αποφασίσουν μόνοι τους». Αυτό όμως το μπαλάκι δεν μπορεί να πεταχτεί στην Εκκλησία, «να αναλάβει την ευθύνη της», για σειρά λόγων, και είναι κωμικό λάθος να παίζουμε κι εμείς οι ίδιοι αυτό το παιχνίδι. Όχι μόνο διότι… τα μπαρ και τις καφετέριες δεν τις ρωτήσαμε πρώτα εάν θέλουν να κλείσουν και να «αναλάβουν την ευθύνη τους». Αλλά πρωτίστως διότι η Εκκλησία δεν έχει τον μηχανισμό να επιβάλει στον εαυτό της την καθολική εφαρμογή οποιουδήποτε τέτοιου μέτρου. Όταν κυβερνητική απόφαση κλείνει τα εστιατόρια, εκείνος που θα ανοίξει το δικό του (κάτι το οποίο συνέβη πολλάκις) θα λάβει μια φιλική επίσκεψη από το κράτος και ένα αρκετά λιγότερο φιλικό πρόστιμο. Εάν η σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος λάμβανε μόνη της, χωρίς νομική υποχρέωση, μια απόφαση για «λουκέτο» του ενός ή του άλλου είδους, ποιός θα διασφάλιζε την εφαρμογή της στο μέρος της επικράτειας που εμπίπτει στην Εκκλησία της Ελλάδος (που είναι ένα μόνο μέρος της χώρας, σημειωτέον, με άλλες τέσσερις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες επί του εδάφους της); Τα εκκλησιαστικά ΚΝΑΤ, που δεν υπάρχουν; Βλέποντας πολλές ταινίες για το Βατικανό, οι πολλοί και οι έξωθεν νομίζουν ότι η εκκλησία στην Ελλάδα είναι ένας χώρος άτεγκτης, ιησουιτικής, πυραμιδωτής πειθαρχίας και ιεραρχικής κλίμακας, όχι ένας οργανωτικά προβληματικός χώρος που παράγει πολύ περισσότερα αντάρτικα από αυτά που μπορεί να καταναλώσει. Αν θέλεις, ή αν χρειάζεται, να μπει «λουκέτο» του ενός ή του άλλου είδους στις εκκλησίες, αυτό μπορεί να είναι μόνο απόφαση του κράτους. Αυτό ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος το γνώριζε και το γνωρίζει (δημοσίευμα: («Ιερώνυμος προς Τσίπρα: ευθύνη της πολιτείας το κλείσιμο των εκκλησιών»), ο δε πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μάλλον προσευχόταν στο βδέλυγμα της ερημώσεως εστώς εν τόπω αγίω, τον Υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη που σκηνοθετούσε από τηλεοράσεως, ενώ ο κόσμος καιγόταν, το έργο «οι δεξιοί πιστοί και οι αριστεροί άθεοι». Εν τέλει, η ευθύνη είναι του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης, και του κράτους, και όλη η περί εκκλησίας συζήτηση ουσιαστικά παρέλκει — εάν οποιοσδήποτε άλλος από τους χώρους που έκλεισαν με κυβερνητική πρωτοβουλία παρέμενε ανοιχτός (είτε ελλείψει εσωτερικής απόφασης, είτε κατά παράβαση της εσωτερικής απόφασης) γιατί «καλό θα ήταν να τους κλείσουν μόνοι τους», χωρίς πρόνοια για επιβολή της εκτέλεσης του μέτρου που θα αποφάσιζαν «μόνοι τους», θα ήταν καταγέλαστο να ενεργοποιούσαμε τον ίδιο κοινωνικό αυτοματισμό ενάντια στους ιδιοκτήτες μπαρ, καφετεριών κλπ. και να τους αποκαλούμε «δολοφόνους» (δεν αναφέρω τα δημόσια σχολεία κ.ο.κ., καθ’ ότι εκείνα υπάγονται απ’ ευθείας στον κρατικό έλεγχο). Σύνοψη θέσης: η περί εκκλησιαστικής ευθύνης συζήτηση (και όχι περί κυβερνητικής ευθύνης) δεν έχει καμμία σχέση με τα μέτρα, διότι αυτά μπορούν ούτως ή άλλως να παρθούν μόνο με κυβερνητική ευθύνη, αν είναι να εφαρμοστούν.

3.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

«Διαμάντια στη λάσπη»: Η απώλεια (κάθε) κυριαρχίας ως εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση/ του Σωτήρη Μητραλέξη

Δηλώσεις εφορίας στη Θεσσαλονίκη.
Αν κάτι καθορίζει τον δημόσιο λόγο και δίνει τον τόνο του, αυτό είναι το τι θεωρείται αυτονόητα απολύτως φυσιολογικό και τι πραγματικά αποτρόπαιο, ασύλληπτο. Η κανονικοποίηση προσεγγίσεων που θα ήταν άλλοτε αδιανόητες–ή που παραμένουν πάντοτε αδιανόητες αλλού–είναι ένα από τα εμφανέστερα χαρακτηριστικά της τελευταίας επταετίας. Εδώ θα ασχοληθούμε με μια τέτοια πρόσφατη περίπτωση, η οποία παρήλασε θριαμβευτικά στην ελληνική δημόσια και δημοσιογραφική σφαίρα, και καταδεικνύει την εντυπωσιακή έκταση της εσωτερίκευσης και της κανονικοποίησης της αποικιακής νοοτροπίας (colonial mentality).
Δυστυχώς αναγκαία παρένθεση: παρά το γεγονός ότι κυριολεκτικά χιλιάδες αναφορές έχουν γίνει διεθνώς, και στο ακαδημαϊκό/επιστημονικό και στο δημοσιογραφικό επίπεδο, στο κατά πόσον ο τρόπος που λειτούργησε η ευαρμοστία της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της μόνιμης πλέον κρίσης μπορεί να χαρακτηριστεί με όρους μεταμοντέρνας αποικίας–με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στο ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι όροι και όχι στην τοποθέτηση της «ταμπέλας»–στην Ελλάδα ο επίσημος δημόσιος λόγος θα επιμείνει στο να στηλιτεύσει κάθε χρήση της λέξης «αποικία» και των παραγώγων της σαν ρητορική ψεκασμένων, σαν ανεύθυνα εμπρηστικό και όχι περιγραφικό λόγο: αν χρησιμοποιείς τη λέξη, είσαι ανάξιος να συμμετάσχεις στον πολιτισμένο διάλογο των σοβαρών και αξιοπρεπών ανθρώπων, αυστηρά εντός του κύκλου των οποίων και μόνο υπάρχει «απεριόριστη και δημοκρατική ελευθερία λόγου και απόψεων». Πέραν του εμφανούς ρυθμιστικού ρόλου που ενέχει αυτή η αντίδραση και ο οποίος την γεννά, είναι σημαντικό να καταδειχθεί πως πρόκειται για κριτική ημιεγγραμμάτων ανθρώπων. Όταν το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη) ορίζει την αποικία ως «χώρα που κυριαρχείται οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη» και την αποικιοκρατία ως «θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες», η αξίωση να μην εισέλθει επ’ ουδενί η λέξη σε μια συζήτηση που περιγράφει μια χώρα όπου–κατά συρροήν–πολλά κρίσιμα νομοσχέδια καταρτίζονται εκτός συνόρων και ακολούθως υπερψηφίζονται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, «οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα» και στοιχειώδεις αποφάσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας πρέπει πρώτα να λάβουν την έγκριση εξωεθνικών δομών και προσώπων, συνιστά τουλάχιστον αξίωση μιας ιδιαιτέρως αφελούς και περιεσταλμένης newspeak.