Τελικά, παρά τις αντιδράσεις των φοιτητών και της πανεπιστημιακής κοινότητας και παρά της ενστάσεις της συντριπτικής πλειονότητας όσων ασχολούνται με το ελληνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, η κυβέρνηση δεν πτοήθηκε και διέπραξε το νομοθετικό ανοσιούργημά της σε βάρος του Συντάγματος.
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα, που τέθηκε από την αρχή της συζήτησης για την νομοθετική αναγνώριση παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, παραμένει ακέραιο: γιατί επελέγη μία τόσο τραυματική για το Σύνταγμα λύση, ενώ εφέτος συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, που επιτρέπει την μόνη θεσμικά καθαρή και συνταγματικά επιτρεπτή αντιμετώπιση του ζητήματος;
Το ερώτημα τέθηκε επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους, από πολλές πλευρές, αλλά απάντηση δεν δόθηκε. Διότι κανείς, βέβαια, δεν πιστεύει ότι την κυβέρνηση, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη –και αφού μεσολάβησε μία αλλοπρόσαλλη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική από την προκάτοχο του σημερινού υπουργού– την έπιασε ξαφνικά ένας τόσο έντονος μεταρρυθμιστικός πόνος, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλα τρία χρόνια, προκειμένου να δοθούν οι επιβαλλόμενες ολοκληρωμένες και συναινετικές λύσεις.
Η μόνη πειστική απάντηση για την “πρεμούρα” της κυβέρνησης φαίνεται να είναι αυτό που τόνισε η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων. Η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που ήθελε να επιβάλει τώρα δεν ήταν εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.
Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων “επενδυτών”), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις (Φίλιππου Σπυρόπουλου, Ευάγγελου Βενιζέλου-Βασίλειου Σκουρή, Νίκου Αλιβιζάτου και Αντώνη Μανιτάκη), οι οποίες, κινούμενες στην λογική του “όπερ έδει δείξαι”, βάλθηκαν να μας πείσουν ότι πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι έλεγε έως τώρα τόσο η θεωρία (των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) όσο και η νομολογία, ακόμη και η εντελώς πρόσφατη.